“ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ…” (ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ)
Ελλάδα με μια ποιητική πικρία και
απόσταση. Βλέπει την Ελλάδα σαν
παλιά ανάμνηση παράλληλα με τον ποιητή του Αιγαίου που τη βλέπει λίγο πιο
ερωτικά. Δεν μπορούμε φυσικά να έχουμε την οπτική του Σεφέρη η του Ελύτη, δεν
γίνεται. Εξαΰλωσαν την ομορφιά, από αίσθηση την έκαναν λόγο και ο λόγος τους
βρήκε τη θέση του στον κόσμο των απόλυτων ιδεών του Πλάτωνα.
λόγους ασφαλείας και να αρχίσω πάλι
τη γκρίνια. Η Ελλάδα, φίλοι αναγνώστες, έχει καταντήσει ένα απέραντο σκυλάδικο
τόσο από αισθητικής όσο και από πολιτιστικής πλευράς. Η φύση προίκισε αυτή τη
χώρα με ότι καλύτερο διέθετε. Από την Πίνδο μέχρι το Καστελλόριζο και από την
Δαδιά μέχρι τα Κύθηρα. Τα θεία αυτά δώρα όμως δεν έπεσαν σε καλά χέρια. Μια
απογοήτευση. Είτε είσαι στη Χαϊνά της Χαλκίδας, είτε στον κεντρικό δρόμο της
Αρτάκης , του Βασιλικού κλπ, έχεις το ίδιο αντιαισθητικό αποτέλεσμα του
τριτοκοσμικού κιτσαριού. Είτε είσαι στο κέντρο της Καρδίτσας είτε της Τρίπολης,
του Αγρινίου, της Δράμας έχεις το ίδιο απαίσιο και ασεβές αστικό τοπίο. Για να θυμηθώ και λίγο τον
Γκάτσο : «εκεί που πλένανε τα χέρια τους οι μύστες, ευλαβικά πριν μπουν στο
θυσιαστήριο, τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες…» Έβλεπα αυτές τις μέρες τις αναρτήσεις του
Σταμάτη για την Μύκονο και την Αγία Νάπα. Εκεί που το νόημα της διασκέδασης έχει
ανακατευτεί με την κτηνωδία.
Οδηγούσα κάποτε στα Χανιά. Ο θεός να σε φυλάει. Παθαίνεις σοκ. Παρακαλάς
να φτάσεις ζωντανός στον προορισμό σου. Κάθεσαι για ένα καφεδάκι στην πλατεία της Πάτρας (και όχι μόνο).Ακούς
κάποιο απροσδιόριστο ρυθμικό γδούπο και μετά από 1-2 λεπτά βλέπεις το αυτοκίνητο
με τον Ελληνάρα και το χέρι του με το τσιγάρο ένα μέτρο έξω από το παράθυρο,
κουφός μέσα σ’ ένα μαστούρωμα από ηχορύπανση και βλακεία .
της. Η κρίση που μας χτύπησε δεν ήταν μόνο οικονομική. Ήταν και κρίση
πολιτισμική λένε κάποιοι. Στη χώρα που δίδαξε το κάλος, τη σκέψη και την αρετή
έχουν ανατραπεί τα πάντα. Όσοι μπορούν ας αντισταθούν με την ελπίδα να
περισώσουμε ότι μπορούμε. Δεν θέλω να
συνεχίσω τη γκρίνια αυτές τις μέρες του Αυγούστου 2016. Σας παραθέτω το ποίημα
του Σεφέρη έτσι όπως το βρήκα στο διαδίκτυο με έναν εξαιρετικό πρόλογο. Και φυσικά μην συγκρίνετε το κείμενό μου
με τα λόγια του Σεφέρη. Ο γράφων έχει πλήρη επίγνωση των μεγεθών και των
αποστάσεων.
Γ.Σ.
στίχο του, το ποίημα αυτό παρουσιάζεται από τον τίτλο του ως «μίμηση ύφους» (a
la maniére de), με τη διαφορά ότι ο ποιητής εμφανίζεται να μιμείται τον εαυτό
του, καθώς τα αρχικά παραπέμπουν στο όνομά του. Tο ποίημα αναπτύσσεται με τη
μορφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και αρχαιολογικούς τόπους της μεσοπολεμικής
Eλλάδας και εστιάζεται στα αισθήματα αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας, που
αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά
και τον εαυτό τους.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού. Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*. Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της. Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*. Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά; O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας» «Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος «βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό». Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά· αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε κρατούν «σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα
ταξιδεύει κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»* είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης* καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με
πληγώνει· παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
Α/π Αυλίς, περιμένοντας να
ξεκινήσει. Καλοκαίρι 1936
Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος
Β.Παπαιχαήλ
|