Αγάπη, γαλήνη, πίστη, λέξεις με βαθύ νόημα. Λέξεις, όπου ο καθένας από εμάς δίνει έναν διαφορετικό ορισμό, μια μοναδική σημασία. Είναι ο τρόπος που τις νιώθουμε, τις εκφράζουμε και τις αντιλαμβανόμαστε. Είναι ο τόπος που τις μαθαίνουμε. Ήμουν από τα τυχερά παιδιά της γενιάς μου, όπου οι χριστουγεννιάτικες διακοπές ταίριαζαν πάντα με την γιαγιά και τον παππού. Βόλτες, γλυκά και φυσικά εκκλησία. Από το χριστουγεννιάτικο σπίτι των παππούδων δεν έλειπε ποτέ η έκφραση «Να πάμε το παιδί να κοινωνήσει». Τότε για εμένα η εκκλησία ήταν παιχνίδι, έτσι το αντιλαμβανόμουν, αφού μου έλεγαν πως θα πάω στον «παπούλη» και θα μου δώσει κρασάκι και ψωμάκι. Τώρα όμως που μεγάλωσα, κατάλαβα πως με έπαιρναν μαζί τους για να μου μάθουν να δημιουργώ την δική μου σημασία στις λέξεις. Ο παππούς, η γιαγιά, οι ανθρώπου του χωριού, του ΔΙΚΟΥ ΜΑΣ χωριού έμαθαν τις λέξεις μέσα από την εκκλησία, μέσα από το θείο κήρυγμα του λόγου Του. Οι ίδιοι μας άνθρωποι, αυτοί που κοπίασαν για την ζωή, για να έχουμε εμείς οι νέοι πίστη. Και ξαφνικά εμφανίζεται αυτός ο «ένας άνθρωπος», που μας καταρρίπτει ότι προσπάθησαν να μας περάσουν οι μεγαλύτεροι μας όλα αυτά τα χρόνια. Έρχεται ένας που μας λέει πως αν δεν δώσουμε, δεν θα λάβουμε. Αυτός ο ένας που ζητάει χρηματική ανταμοιβή για την εκκλησία του, ενώ δεν του ανήκει. Μάλλον δεν θα τον ενημέρωσαν, πως η εκκλησία αποτελείται από πιστούς που ψάχνουν την γαλήνη μέσα τους και όχι από «κτηματομεσίτες». Το «Κήρυγμα του Θείου Λόγου» είναι καθήκον, όχι εργασία. Θα πρέπει να είναι κοντά στους συνανθρώπους του και όχι απέναντι. Θα πρέπει να ωθεί τους νέους κοντά του με τα λόγια και όχι μακρυά του με τις πράξεις του. Ο λόγος του θα πρέπει να προάγει την γαλήνη και όχι τις κατάρες. Αυτός ο ένας είναι πάντα γνωστός, αλλά αν ρωτήσουμε θα μας πουν πως είναι άγνωστος.
Καλό θα ήταν να μην καταστρέφονται όλα αυτά που προσπάθησαν να μας διδάξουν οι άνθρωποι του τόπου μας. Παππού, γιαγιά, δυστυχώς υπάρχει αυτός ο «άγνωστος» που λέει τα αντίθετα από αυτά που μου λέγατε εσείς, αλλά δεν τον πιστεύω.