“ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ” (ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ)
Η ψυχογενής ανορεξία χαρακτηρίζεται από βαριά διαταραχή της εικόνας που
σχηματίζει ο ασθενής για το σώμα του. Όπως ακριβώς βλέπουμε στην εικόνα,
το άτομο μπορεί να έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος ή κάτω του
φυσιολογικού, αλλά να βλέπει και να αισθάνεται ως είναι υπέρβαρο. Έτσι,
σταματά να τρώει μέχρι σημείου λιμοκτονίας. Ο όρος “ανορεξία” είναι
παραπλανητικός, καθώς το αίσθημα της πείνας υπάρχει όπως και
η όρεξη
για φαγητό, αλλά το άτομο αποφεύγει να φάει από τον έντονο φόβο μην
πάρει βάρος. Η ουσιαστική απώλεια όρεξης είναι κατά κανόνα σπάνια μέχρι
τα προχωρημένα στάδια της διαταραχής. Η ηλικία έναρξης της ψυχογενούς
ανορεξίας είναι συνήθως το μέσο της εφηβείας. Υπολογίζεται ότι
εμφανίζεται στο 0.5 – 1% των κοριτσιών. Εμφανίζεται 10 – 20 φορές
συχνότερα στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες.
Βιολογικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου
Σε νευροχημικό επίπεδο, η μειωμένη ανταλλαγή και δραστηριότητα της
νορεπινεφρίνης υπονοείται από τη μειωμένη
3-μεθοξύ-4-υδροξυφαινυλογλυκόλη (MHPG) στα ούρα και το εγκεφαλονωτιαίο
υγρό ατόμων τα οποία πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία. Επίσης, τα ενδογενή
οπιούχα μπορεί να συμβάλλουν σε άρνηση της πείνας εκ μέρους ασθενών με
ψυχογενή ανορεξία.
Κοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου
Τα άτομα που νοσούν από ψυχογενή ανορεξία, συνήθως έχουν στενές μεν,
αλλά διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις. Συνυπάρχει οικογενειακό
ιστορικό κατάθλιψης, εξάρτησης από αλκοόλ ή διαταραχών διατροφής. Από
ψυχολογικής πλευράς , τα άτομα έχουν έλλειψη της αίσθησης αυτονομίας και
ατομικότητας. Η εκδήλωση της συγκεκριμένης διαταραχής αποτελεί σε ένα
βαθμό την απεγνωσμένη προσπάθεια του ατόμου να συγκεντρώσει την προσοχή
των συγγενών πάνω του.
Διάγνωση και κλινικά χαρακτηριστικά
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων λαμβάνει χώρα σε ηλικίες μεταξύ 10-30
ετών. Στο 85% των ασθενών η ηλικία έναρξης της νόσου κυμαίνεται μεταξύ
13 και 20 ετών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνήθεις
αυτόματες σκέψεις και αντιλήψεις των ασθενών με νευρική ανορεξία,
(Bowers, 1995):
Εάν φάω αυτή την τροφή, δεν θα αρέσω σε κανένα!
Εάν φάω ένα γλυκό, δεν θα μπορέσω να σταματήσω να τρώω γλυκά!
Εάν το βάρος μου υπερβεί τα Χ κιλά, τότε δεν θα μπορέσω πια να τα χάσω!
Εάν φάω αυτή την τροφή, τότε σημαίνει πως χάνω τον έλεγχο!
Όταν το βάρος μου αυξάνει, αισθάνομαι απαίσια και όταν μειώνεται, αισθάνομαι καλά!
Εάν φάω περισσότερο από τους άλλους στο τραπέζι, αισθάνομαι ενοχές!
Οι άλλοι που με πιέζουν να φάω, με θέλουν παχιά!
Σωματικές επιπλοκές της ψυχογενούς ανορεξίας
Καχεξία: Μείωση λίπους, μυϊκής μάζας, μειωμένος μεταβολισμός θυρεοειδούς (σύνδρομο
χαμηλής Τ3), δυσανεξία στο κρύο και δυσκολία διατήρησης σταθερής θερμοκρασίας σώματος.
Καρδιακές επιπλοκές:
Μείωση καρδιακού μυός, καρδιακή αρρυθμία που περιλαμβάνει κολπικές και
κοιλιακές έκτακτες συστολές, βραδυκαρδία, κοιλιακή ταχυκαρδία, αιφνίδιος
θάνατος.
Πεπτικές – Γαστρεντερικές επιπλοκές: Καθυστέρηση κένωσης του στομάχου, «φούσκωμα», δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος.
Επιπλοκές στο Αναπαραγωγικό σύστημα: Αμηνόρροια, χαμηλά επίπεδα των ορμονών LH και FSH.
Δερματολογικές επιπλοκές: Εμφάνιση τρίχωσης που μοιάζει με μαλλιά εμβρύου, οίδημα.
Αιματολογικές επιπλοκές: Χαμηλές τιμές λευκών αιμοσφαιρίων.
Νευροψυχιατρικές επιπλοκές: Ανωμαλίες στην αίσθηση της γεύσης, κατάθλιψη, ήπιες γνωσιακές ανωμαλίες.
Σκελετικές επιπλοκές: Οστεοπόρωση.
Επιπλέον διαταραχές εμφανίζονται στο άτομο, από τις προσπάθειες που
κάνει να αποβάλει την τροφή που έφαγε, με εμετούς ή χρήση καθαρτικών.
Με την κατάλληλη θεραπεία, μπορεί να υπάρξει ίαση. Την θετική έκβαση της
κατάστασης μπορούμε να την αναγνωρίσουμε όταν το άτομο αρχίζει να
παραδέχεται πως πεινά και όταν αρνείται λιγότερο να τραφεί. Η ψυχολογική
υποστήριξη παίζει σπουδαίο ρόλο σε όλη τη πορεία της θεραπείας, καθώς η
βελτίωση της αυτοεκτίμησης του ατόμου είναι το κλειδί για την ίασή του.
Αρβανίτη Έφη
Νοσηλεύτρια