Ορισμός : Σύνθετη λέξη οστό ( κόκκαλο ) και πορώδης (που έχει πόρους ). Είναι πάθηση του μεταβολισμού του οστού που τη χαρακτηρίζει η μείωση της πυκνότητας και της ποιότητας των οστών όποτε τα οστά γίνονται πιο λεπτά και πιο […]
0
Ορισμός : Σύνθετη λέξη οστό ( κόκκαλο ) και πορώδης (που έχει πόρους ). Είναι πάθηση του μεταβολισμού του οστού που τη χαρακτηρίζει η μείωση της πυκνότητας και της ποιότητας των οστών όποτε τα οστά γίνονται πιο λεπτά και πιο […]