«Τα διηγήματα του Α.Παπαδιαμάντη» (της Μένης Πουρνή)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτελεί έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους και μελετημένους Έλληνες συγγραφείς. Τα διηγήματά του θα είναι η πρώτη μας αναγνωστική πρόταση προς τους αναγνώστες της ιστοσελίδας www.psaxna.gr, την οποία και ευχαριστούμε για την προθυμία να συνεργαστούμε και να δώσει χώρο σε θέματα σχετικά με το βιβλίο.
Ιδιόμορφη και πολύπλευρη προσωπικότητα, ο Παπαδιαμάντης είχε μία μυθιστορηματική ζωή στο ίδιο μήκος και πλάτος με αυτή των απλών, λαϊκών ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στο έργο του. Έζησε φτωχικά, στην αφάνεια και το μόνο που καταδέχτηκε να ζητήσει ήταν τα έξοδα για το τελευταίο ταξίδι στο νησί του, τη Σκιάθο, το Μάρτιο του 1908, όπου και θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα.
Τα τελευταία χρόνια το έργο του μοιάζει να χάνει έδαφος στο αναγνωστικό κοινό, το οποίο έτσι και αλλιώς είναι ολιγάριθμο, εξαιτίας κυρίως της μικτής γλώσσας που χρησιμοποιεί (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, δημοτική στα διαλογικά μέρη με το σκιαθίτικο ιδίωμα να χρησιμοποιείται στα διηγήματα με ανάλογο θέμα) αλλά ίσως και της θεματολογίας του που μοιάζει γραφική και απόμακρη από τη δική μας πολύβουη καθημερινότητα των μηχανών και της τεχνολογίας που αναπτύσσεται με ολοένα και πιο ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Με μία μικρή αναφορά σε ορισμένα από τα γνωστότερα διηγήματα και νουβέλες του, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την επικαιρότητα του έργου του Παπαδιαμάντη σε σχέση με σύγχρονα θέματα αλλά και τις ανθρώπινες αξίες που μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο.
Μία από τις γνωστότερες νουβέλες του-κατά άλλους το καλύτερο έργο του συγγραφέα-είναι «Η φόνισσα» (1892). Με την υπόθεση να εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο, παρακολουθούμε την ιστορία μιας γυναίκας, της Φραγκογιαννούς, η οποία βασανισμένη από τη δύσκολη ζωή όλων των ανθρώπων της εποχής και την εξαιρετικά υποβιβασμένη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, παίρνει μία παράλογη απόφαση. Αποφασίζει πως η ζωή είναι πολύ σκληρή και άδικη με τις γυναίκες και αναρωτιέται: « Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν᾽ ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννού, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σώνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». Οπότε αποφασίζει πως θα απαλλάξει κάθε μικρό κορίτσι από τα μελλοντικά αυτά βάσανα σκοτώνοντας τα, ξεκινώντας μάλιστα με την εγγονή της που ήταν βρέφος λίγων ημερών! Ακολουθούν ακόμη μερικές δολοφονίες κοριτσιών ώσπου να πέσουν πάνω της οι υποψίες και να βρεθεί η ηρωίδα μεταξύ «θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης» κατά την έκφραση του συγγραφέα.
Οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε αρκετές περιοχές του κόσμου είναι πολλές και δυσβάστακτες. Ακόμη και σε χώρες της Ευρώπης, όπως η δική μας, εξακολουθούν να ισχύουν πολλά στερεότυπα και ακόμη και στην αγορά εργασίας οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο από τους άντρες, ακόμη και αν έχουν τα ίδια προσόντα. Ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει τις γυναίκες της εποχής του με συμπάθεια και κατανόηση, αναγνωρίζοντας την αξία και την προσφορά τους.
Στο διήγημα «Ο πολιτισμός εις το χωρίον» (1891) ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο νησί της Σκιάθου ένα χιονισμένο βράδυ στις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο γιος της κυρά-Θοδωριάς και του μπαρμπα-Στέργιου είναι άρρωστος. Το ζευγάρι έχει χάσει και στο παρελθόν παιδιά από ασθένεια και η μητέρα ξυπνά τον πατέρα που είναι ξενύχτης από τις εορταστικές νύχτες που τραβούν σε μάκρος να φέρει το γιατρό. Βαριεστημένος ξεκινά να βρει το γιατρό περιπλανώμενος μέσα στο χιόνι. Τον εντοπίζει σε ένα καφενείο να παίζει χαρτιά. Αρχικά αρνείται να πάει να δει το παιδί εν μέσω χιονοθύελλας και ο καφετζής προσφέρει στον μπαρμπα-Στέργιο ένα ρούμι για να ζεσταθεί. Σε λίγο οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες τον πείθουν να μείνει λίγο ακόμη για να πιει ένα ακόμη ποτό και τον καθησυχάζουν λέγοντάς του πως η κατάσταση του παιδιού του θα βελτιωθεί σιγά-σιγά. Η γυναίκα του ανησυχεί γιατί αργεί να επιστρέψει και στέλνει έναν γείτονα να τον βρει. Τελικά μαθαίνουμε πως την άλλη μέρα το παιδί έχει πεθάνει και καταφεύγει σε τοκογλύφο για τα έξοδα της κηδείας του:
«Μετὰ στιγμιαίαν σιωπήν, ὁ μπαρμπα-Στέργιος ἐξηκολούθησεν:
―Ἦρθα, κὺρ Ἀργυρέ, νὰ βάλω τὰ μοῦτρά μου… ἐπειδὴς εἶμαι σὲ μεγάλη ἀπελπισία… σοῦ ἔφερα κι αὐτὰ τὰ εἰδίσματα… ἂν θέλῃς νὰ μὲ δανείσης καμμιὰ εἰκοσαριὰ δραχμές, νὰ κάμω τὰ ἔξοδα τῆς θανῆς τοῦ παιδιοῦ… ἐπειδὴς δὲν ἔχω λεπτὰ σὲ χέρι…
Καὶ τοῦ ἔδειξε δύο σκουλαρίκια ἀργυρᾶ τῆς γυναικός του καὶ ἓν δακτυλίδι.»
Στο διήγημα θίγεται το πρόβλημα του αλκοολισμού, που ταλαιπωρεί πολλούς ανθρώπους και οικογένειες μέχρι σήμερα και τις ολέθριες συνέπειές του αν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα έγκαιρα και με αποφασιστικότητα.
Στους «Χαλασοχώρηδες» (1892) ο Παπαδιαμάντης καταπιάνεται με ένα πολύ επίκαιρο θέμα, την πολιτική διαφθορά και τις παρασκηνιακές πολιτικές μηχανορραφίες που διαμορφώνουν-και κάποτε αλλοιώνουν-το εκλογικό αποτέλεσμα και τοπίο. Στο νησί της Σκιάθου διεξάγονται εκλογές και οι υποψήφιοι ρίχνονται σε ένα ανελέητο κυνήγι ψήφων! Με όπλο πότε την πειθώ, πότε την απειλή, πότε το ρουσφέτι και πότε την υποχρέωση οι ψηφοφόροι αλλάζουν γνώμη και παράταξη μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Κυριαρχεί ο χρηματισμός και η υπονόμευση με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο. Διοργανώνονται φιέστες και προεκλογικά πηγαδάκια ενώ δεν λείπουν, φυσικά, και τα έκτροπα:
«Καὶ λέγοντες ἐστράφησαν ὁ εἷς πρὸς τὴν τράπεζαν περὶ ἣν ἦτο συγκεντρωμένη ἡ ὁμὰς τοῦ Λάμπρου, ὁ ἕτερος πρὸς τὴν ἄλλην τράπεζαν περὶ ἣν ἐκάθηντο οἱ σύντροφοι τοῦ Μανώλη, στρέφοντες πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα, χειρονομοῦντες ὑπερμέτρως ὡς ἀδέξιοι ὑποκριταί, ἀνοίγοντες τὰς ἀγκάλας πρὸς περίπτυξιν τῶν δύο ἀρχηγῶν τῶν κομματικῶν ὁμάδων.
― Ἂν θέλετε νὰ σᾶς πιστέψουμε ὅτι δὲ μᾶς κοροϊδεύετε, εἶπεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, πρέπει ἢ ν᾽ ἀποκόψετε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὲς τὲς ἡμέρες ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, ἢ…
― Αὐτὸ θὰ εἶναι σκληρὰ καταδίκη δι᾽ αὐτούς, εἶπε γελῶν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.―Ἤ, τοὐλάχιστον, ἐξηκολούθησεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ μᾶς δώσετε τώρα ἀμέσως ἀπόδειξιν ὅτι ἐνδιαφέρεσθε εἰλικρινῶς καὶ ὁλοψύχως, ὁ ἕνας σας ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὁ ἄλλος ὑπὲρ τοῦ ἄλλου.
― Παίρνω ὅρκο, εἶπεν ὑψῶν τὴν χεῖρα ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κ᾽ ἐγὼ παίρνω ὅρκο, εἶπε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Οἱ ὅρκοι εἶναι σήμερο τὸ φθηνότερο πρᾶμα, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους».
Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά;
Τόσο ο λόγος όσο και η θεματολογία του Παπαδιαμάντη εξακολουθούν να είναι ζωντανός και σύγχρονος σχεδόν όσο τον καιρό που γράφτηκαν τα διηγήματά του. Η δυσκολία της γλώσσας παρακάμπτεται από την γλυκύτητα της γραφής και την ευαισθησία των περιγραφών καθώς ο συγγραφέας ακτινογραφεί την Ελλάδα και τους Έλληνες. Με λίγα λόγια, η ανάγνωση των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη δεν προσφέρει μόνο αναγνωστική απόλαυση αλλά και μία βαθιά κατάδυση στην εθνική μας ιδιοσυγκρασία.