“ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ..” (ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ)
για λίγες μέρες, φίλοι αναγνώστες. Πριν λίγο καιρό μια μαθήτρια του Proficiency έγραφε ότι
ίσως το μόνο καλό της οικονομικής κρίσης είναι ότι θα φέρει τους ανθρώπους πιο
κοντά. Απάντηση δεν υπάρχει.
μια εβδομάδα γιορτάζουν οι ερωτευμένοι. Γιορτάζουν οι καψούρηδες, γιορτάζουν κι
αυτοί που αγαπούν διαφορετικά. Η χαζή αγάπη πάει στα μπουζούκια, συνεχίζει με
σφηνάκια, χορεύει, σμίγει σε ένα εφήμερο, άδειο ζευγάρωμα και ξεθωριάζει χωρίς
να αφήσει τίποτα . Η αληθινή αγάπη δεν ζευγαρώνει. Κάνει έρωτα. Αγχώνεται, φοβάται, πονάει, υποφέρει, θυσιάζεται,
εκρήγνυται, επιτίθεται, πανικοβάλλεται, ματώνει, πληγώνει και πληγώνεται. Πως τα
έχει έτσι μοιρασμένα η ζωή…;
ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν προέρχεται από κάποιο σήριαλ η από ταινία
του ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Ερχεται από πολύ μακριά, από τα βάθη της
Ανατολής και από τα βάθη των αιώνων, κάπου στον παλιό κόσμο των παραμυθιών.
Γιατί την επέλεξα θα σας το φανερώσω την επόμενη εβδομάδα για να έχετε
αγωνία και είμαι σίγουρος ότι θα νιώσετε περηφάνια. Ακούστε την
λοιπόν…
κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης που τον λέγαν Σόνγιο και ζούσε στην περιοχή
Ταμουράνο – Γκο της επαρχίας Μούτσου. Μια μέρα βγήκε να κυνηγήσει αλλά δεν βρήκε
τίποτα. Στο γυρισμό, στην τοποθεσία Ακανούμα αντιλήφθηκε ένα ζευγάρι αγριόπαπιες
να κολυμπούν πλάι-πλάι σ’ ένα ποτάμι που ήταν έτοιμος να διασχίσει. Λένε ότι δεν
είναι καλό να σκοτώνεις αγριόπαπιες αλλά ό Σόνγιο πεινούσε πολύ. Σημάδεψε λοιπόν
και το βέλος του καρφώθηκε στο αρσενικό. Το θηλυκό ξέφυγε μέσα στα βούρλα της
αντίπερα όχθης κι εξαφανίστηκε. Ο Σόνγιο πήρε το σκοτωμένο πουλί στο σπίτι του
και το μαγείρεψε.
τη νύχτα είχε έναν εφιάλτη. Του φάνηκε ότι μια όμορφη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο,
στάθηκε δίπλα στο μαξιλάρι του κι άρχισε να κλαίει. Εκλαιγε τόσο πολύ που ο
Σόνγιο ένιωσε να ραγίζει η καρδιά του καθώς την άκουγε. Η όμορφη
γυναίκα
φώναξε: « Γιατί τον σκότωσες; Τι κακό έκανε; Ημασταν τόσο πολύ ευτυχισμένοι εκεί στην
Ακανούμα κι εσύ τον σκότωσες ! Τι σου έφταιξε; Ξέρεις τι έχεις κάνει; Ξέρεις τι
φρικτό έγκλημα έχεις κάνει; Εχεις σκοτώσει κι εμένα μαζί και τώρα δεν μπορώ να
ζήσω χωρίς τον άντρα μου. Γι αυτό ήρθα. Αυτό ήθελα μόνο να σου
πω».
να κλαίει τόσο πικρά που οι λυγμοί της διαπερνούσαν τα κόκκαλα του Σόνγιο
.
άρχισε να λέει ένα μοιρολόι:
ήρθε το ξημέρωμα
κάλεσα να γυρίσει πάλι κοντά μου
πια θα ζω μόνη
σκιά των καλαμιών της Ακανούμα.
μεγάλη δυστυχία…»
το μοιρολόι και είπε : Δεν ξέρεις – δεν μπορείς να ξέρεις τι έχεις κάνει. Αυριο, όμως, αν πας στην
Ακανούμα θα καταλάβεις…
όνειρό του.
πρωί ξύπνησε ο Σόνγιο αλλά ήταν πολύ ταραγμένος γιατί το όνειρο ήταν ακόμη
ζωντανό στο μυαλό του. Θυμήθηκε τα λόγια της: Αύριο, όμως, αν πας στην Ακανούμα θα
καταλάβεις…
λοιπόν να πάει στην Ακανούμα για να δει αν το όνειρό του ήταν κάτι περισσότερο
από ένα απλό όνειρο. Ξεκίνησε κι έφτασε στην όχθη του ποταμού στην Ακανούμα.
Εκεί είδε το θηλυκό πουλί να κολυμπάει μόνο του. Την ίδια στιγμή το θηλυκό είδε
τον Σόνγιο αλλά δεν προσπάθησε να φύγει μακριά. Κολύμπησε προς το μέρος του
κοιτάζοντάς τον με μια παράξενη, σκληρή επιμονή. Κι τότε με το ράμφος της ξέσκισε το σώμα της και πέθανε εκεί
μπροστά στα μάτια του…
απ’ αυτό ο Σόνγιο έκοψε τα μαλλιά του και κλείστηκε σε μοναστήρι.
από τα Γαλλικά)