«Η περίπτωση του Γεώργιου Βιζυηνού» (της Μένης Πουρνή)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) υπήρξε μία πολύ ξεχωριστή ιστορία στα νεοελληνική γράμματα.
Καταγόμενος από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και μεγαλωμένος σε μία πολύ φτωχή οικογένεια που πάλευε όπως όλες οι οικογένειες της εποχής να τα βγάλει πέρα, στη σκιά της προληπτικής και υπερθρησκευόμενης μητέρας του, δεν προοριζόταν αρχικά όχι μόνο να γίνει συγγραφέας αλλά ούτε καν να μάθει ανάγνωση και γραφή. Ωστόσο, η τύχη στάθηκε με το μέρος του και ένας πλούσιος Κύπριος έμπορος που συνάντησε, όντας κάλφας σε ράφτη στην Κωνσταντινούπολη, του άνοιξε το δρόμο προς την εκπαίδευση. Φοιτά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης τον συστήνει στον πλούσιο Αθηναίο έμπορο Γ. Ζαρίφη και έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα αρχίζει να κερδίζει σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του ενώ το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διατριβή του. Το 1884 πεθαίνει ο προστάτης του και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αρχικά διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο και τον επόμενο χρόνο εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τραγικό τέλος της ζωής του γράφεται το 1896 στο Δρομοκαίτειο Ίδρυμα όπου νοσηλευόταν τα τελευταία χρόνια.
Έγραψε πεζά και ποιήματα με τα πεζά του να επιβιώνουν ως σήμερα κα να έχουν κερδίσει μία ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του είναι εμπνευσμένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τα βιώματά του από την ιδιαίτερη πατρίδα του, Βιζύη, από την οποία άλλωστε προέρχεται και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο. Κυριαρχεί η φτώχια, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης υπό τον οθωμανικό ζυγό και κυρίως οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες της ελληνικής επαρχίας και ενός εξαθλιωμένου και απαίδευτου πληθυσμού που πάλευε καθημερινά για να μπορέσει να επιζήσει. Κυριαρχεί η μητριαρχική μορφή της μάνας, που μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του συγγραφέα είχε αναλάβει τα ηνία της οικογένειας. Η λατρεία της μητέρας του προς τα μικρά κορίτσια εξαιτίας του τρόπου που έχασε την πρώτη της κόρη, ο άδικος θάνατος του αδελφού του, οι φαντασιόπληκτες ιστορίες του παππού του είναι τα κεντρικά θέματα των διηγημάτων του «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Στη θεματολογία και το κλίμα της ιδιαίτερης πατρίδας του εντάσσεται και το διήγημα «Μοσκώβ-Σελήμ». Ένας απλοϊκός Τούρκος που ο πατέρας του τον περιφρονεί κατατάσσεται στον τουρκικό στρατό και παίρνει μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Εκεί αιχμαλωτίζεται από τους Ρώσους και μένει έκπληκτος από τον ανθρώπινο τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίζονται. Αργότερα επιστρέφει στην οικογένεια όπου έχουν πέσει πολλές συμφορές. Θεωρεί ότι οι Ρώσοι είναι καλύτεροι από τους Τούρκους και από κει προέρχεται και το παρατσούκλι του (Μοσκώβ). Ωστόσο ο ήρωας πεθαίνοντας δηλώνει πως τελικά δεν μπορεί να προδώσει την πατρίδα του.
Την ευρωπαϊκή του εμπειρία αξιοποιεί στο διήγημά του «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Την δεκαετία του 1870 στο Γκέτινγκεν ο Πασχάλης, συμμαθητής του συγγραφέα που επίσης σπούδασε στη Γερμανία, ερωτεύεται τη Γερμανίδα Κλάρα. Ο συγγραφέας εξαιτίας ενός επίμονου βήχα επισκέπτεται το νοσοκομείο όπου παρακολουθεί τυχαία την εξέταση μιας νεαρής κοπέλας που έχει παραφρονήσει εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης. Ο γιατρός του συστήνει να πάει στην εξοχή και εκείνος επισκέπτεται τον παλιό του συμμαθητή. Ο Πασχάλης του διηγείται την ιστορία του με την Κλάρα. Αν ήταν και εκείνος ερωτευμένος μαζί της , ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά της γιατί πιστεύει ότι είναι μολυσμένος από έναν παλιότερο έρωτά του στην Αθήνα. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει στο πρόσωπο της κοπέλας στο νοσοκομείο την Κλάρα αλλά αποφασίζει να μην το πει στο συμμαθητή του. Το διήγημα τελειώνει με τον ταυτόχρονο θάνατο των δύο νέων.
Το διήγημα «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» ο συγγραφέας περιγράφει ένα σύντομο θαλάσσιο ταξίδι με το πλοίο όπου ο ίδιος συναντά εν πλω την έφηβη Μάσιγγα και τον πατέρα της κ. Π. . Μεταξύ του συγγραφέα και της Μάσιγγας υπάρχει ένας λανθάνων ερωτισμός που μένει ανολοκλήρωτος. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευχάριστα διηγήματα του Βιζυηνού μακριά από τα κυρίαρχα μοτίβα του έργου του.
Η γλώσσα του Γ. Βιζυηνού είναι μικτή με στοιχεία καθαρεύουσας, δημοτικής και του ιδιώματος της Ανατολικής Θράκης όπου μεγάλωσε. Τα διηγήματά του ξεχωρίζουν για τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα, τον ρεαλισμό και την ψυχολογική σκιαγράφηση των ηρώων. Το αθηναικό λογοτεχνικό κατεστημένο ποτέ δεν δέχτηκε το ευφυέστατο χωριατόπουλο από την τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη που κατάφερε να σταθεί πολύ καλύτερα στο λογοτεχνικό προσκήνιο από αρκετούς άλλους προεξάρχοντες συγγραφείς της ελεύθερης Ελλάδας. Η ζωή του παλιότερα είχε μεταφερθεί σε τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Γεώργιος Βιζυηνός: Η σιωπή των αγγέλων» και μεταδόθηκε από την κρατική τηλεόραση