«Η Παναγία δεν μένει πια εδώ»
Κάηκε η Παναγία, κάηκε και η ψυχή όλων των ανθρώπων που μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι εκεί για να πέσουν στα γόνατα και να κάνουν μια παράκληση. Σαν να κάηκε το σπίτι τους, σαν να χάθηκε ένας δικός τους άνθρωπος.
Ήταν το 1994, αν θυμάμαι καλά, που για τελευταία φορά μαζί με μερικά παιδιά του φροντιστηρίου περάσαμε να αγγίξουμε από κοντά τον ιερό χώρο- σύμβολο του πολιτισμού του κόσμου. Ήταν η Ιουλία, η Σμαρούλα, η Έφη και οι γονείς τους αν δεν κάνω λάθος.
Δεν πήγαιναν μόνο καθολικοί στο ναό. Πήγαιναν όλοι: ορθόδοξοι, άθεοι, ινδουιστές, μουσουλμάνοι. Όλοι ένιωθαν την ιερότητα του χώρου. Όχι μόνο θρησκειολογικά ή θεολογικά. Συναισθηματικά! Μια συναισθηματική ιερότητα… Μια υπερβατική μέθεξη…Μια ιδιαιτερότητα που δεν είχαν άλλοι ναοί. Με ή χωρίς επίγνωση, όλοι έχουμε κάτι από την Παναγία των Παρισίων μέσα μας.
Βαριά η ατμόσφαιρα για όσους αντιλαμβάνονται τι λέω. Οκτακόσια χρόνια ψυχής, πίστης και ιστορίας έγιναν στάχτη μέσα σε λίγες ώρες αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα αν το γεγονός ήταν τυχαίο ή όχι. Πάνω από χίλιες επιθέσεις σε χριστιανικούς στόχους και σύμβολα είχαμε μόνο στη Γαλλία μέσα σε ένα χρόνο. Το σίγουρο είναι ότι τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.
Ο ιερός αυτός χώρος ήταν και στο εσωτερικό του πολύ επιβλητικός και καθηλωτικός, όχι μόνο απ΄έξω. Ένας παράξενος συνδυασμός που προκαλούσε δέος και ταπείνωση. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Δεν υπήρχαν περιττά στολίδια. Στα πλάγια υπήρχαν μόνο αγάλματα και τάφοι καρδιναλίων. Όταν δεν γίνονταν επίσημες τελετές ήταν συνήθως σκοτεινά. Το μόνο φως έμπαινε από τα βιτρό. Έτσι όπως αρμόζει σε ένα χώρο που προσέρχεσαι για να εξομολογηθείς. Όταν σήκωνες το βλέμμα, χανόσουνα. Κάτι σαν απόκοσμη πύλη που οδηγούσε κάπου πολύ ψηλά και στην κορυφή, στα 150 μέτρα, έμπαιναν κάποιες ακτίνες από το καμπαναριό. Εκεί μέσα πήγαινε ο Βίκτορ Ουγκό για να παρηγορηθεί από τα πολλά βάσανα που τόσο αλύπητα τον χτύπησαν. Είχε χάσει τέσσερα παιδιά. Υπήρχε κάτι εκεί μέσα που του απάλυνε τον πόνο. Εκεί είδε σε μια γωνιά την Ελληνική λέξη “ανάγκη” και αυτό του έδωσε το ερέθισμα να γράψει την ιστορία του Κουασιμόδου και της Εσμεράλδας. Σ΄ αυτά τα αρχαία ξύλα έβαλε τον τερατόμορφο Κουασιμόδο να κρεμιέται και να χτυπάει εκστασιασμένος τις καμπάνες. Από αυτό το καμπαναριό που λαμπάδιασε και γκρεμίστηκε, πέταξε οργισμένος τον διεφθαρμένο αρχιδιάκονο Κλωντ Φρολλό που είχε επιδιώξει μέσα στο αρρωστημένο πάθος του το θάνατο της Εσμεράλδας.
Οκτακόσια χρόνια μάρτυρας θρησκευτικών και ιστορικών γεγονότων ο σιωπηλός Ναός , έζησε αυτοκρατορίες, πολέμους, καταστροφές, χαρές, δράματα, δολοπλοκίες, πλημμύρες , επαναστάσεις, εκτελέσεις αθώων και ένοχων.
Κάηκαν όλα…Θα τον ξαναφτιάξουν, είπαν… Θα φέρουν αρχιτέκτονες, μαστόρους, καινούργια ξύλα, πέτρες, μάρμαρα, καμπάνες και δεν ξέρω τι άλλο. Την ψυχή όμως του ναού δεν μπορούν να την ξαναφτιάξουν. Τα καινούργια υλικά δεν θα μιλάνε, δεν θα έχουν μαρτυρίες, δεν θα έχουν μυστικά. Δεν θα έχουν πάνω τους τον ιδρώτα, το αίμα και την πίστη αυτών που τον έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια.
Η Παναγία δεν θα θέλει να μένει πια εκεί.
Ίσως να κουράστηκε κι αυτή από τον παραλογισμό των ανθρώπων.
**************
Βαριά η ατμόσφαιρα και στον τόπο μας. Συμβολική εβδομάδα θείου δράματος και τα τελευταία γεγονότα δεν ήταν ευχάριστα. Αν μπορούσα να απεικονίσω τη ζωή θα την έφτιαχνα σαν μια πολύ όμορφη γυναίκα με απέραντη ψυχική σκληρότητα που όταν αφηνιάζει, ξεσπάει παγερά και αδυσώπητα επί δικαίων και αδίκων για να κορέσει το σαδισμό της. Και έπειτα συνεχίζει αδιάφορα με όσους θέλουν να την ακολουθήσουν, λαβωμένοι κι αλώβητοι. Θα ήθελα μέσα απ΄αυτή τη στήλη να παρακαλέσω για ακόμα μια φορά όσους πανηγυρίζουν με κροτίδες και βεγγαλικά να σεβαστούν τον πόνο από την απώλεια συνανθρώπων. Έτσι σαν μνημόσυνο, σαν ένα ταπεινό αποχαιρετισμό γι αυτούς που φεύγουν τόσο πρόωρα και τόσο ξαφνικά. Και για το Νίκο και για όλους.
Θα κλείσω το δυσάρεστο αυτό άρθρο με αυτό που είπε ο Ουγκό στο θάνατο του τέταρτου παιδιού του: “Θεέ, εσύ που μου απαγορεύεις να αγανακτήσω και να βλασφημήσω, άφησέ με τουλάχιστον να κλάψω”.
Καλή Ανάσταση.
Β. Παπαμιχαήλ.