«Ανδρέας Καρκαβίτσας,ένας γιατρός λογοτέχνης» (της Μένης Πουρνή)
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1865 στα Λεχαινά Ηλείας. Ήταν το πρωτότοκο παιδί του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά. Είχε έντεκα, συνολικά, αδέλφια από τα οποία επέζησαν τα οχτώ. Πήρε τη βασική μόρφωση στην ιδιαίτερη πατρίδα του και συνέχισε τις σπουδές του στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα γνωρίζεται με τον Επτανήσιο ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών περισσότερο από ανάγκη για βιοπορισμό. Ακόμη ήταν ερωτευμένος με μία νεαρή συντοπίτισσά του, την οποία και ήθελε να παντρευτεί αλλά έπρεπε να έχει ένα σταθερό εισόδημα.
Στην Αθήνα γνωρίζεται με πολλούς σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής (Ξενόπουλος, Παλαμάς κ.ά.) και λαμβάνει ενεργά μέρος στην πνευματική ζωή της πρωτεύουσας. Από το 1865 δημοσιεύει έργα του σε έντυπα και εφημερίδες της εποχής. Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Έπειτα αρχίζει συνεργασίες με τα περιοδικά «Εβδομάς» του Καμπούρογλου, «Εκλεκτά Μυθιστορήματα» του Χιώτη και την «Εστία».
Παράλληλα η υγεία του αρχίζει να κλονίζεται, πράγμα που θα τον ταλαιπωρεί ως το τέλος της ζωής του. Το καλοκαίρι του 1886 προσβάλλεται από πνευμονία και ελονοσία. Το φθινόπωρο του 1887 επισκέπτεται τη Ζάκυνθο για να γράψει κάποια σχετικά άρθρα ενώ τον επόμενο χρόνο μαθαίνει πως η αγαπημένη του παντρεύτηκε κάποιον άλλον, γεγονός που θα σημαδέψει την προσωπική του ζωή. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς αποφοιτά από την Ιατρική ενώ συνεχίζει να δημοσιεύει διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Στις αρχές του 1889 προσλαμβάνεται στην «Εφημερίδα» και παράλληλα μαθαίνει γαλλικά. Ωστόσο, την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει στο στρατό από τον οποίο είχε πάρει αναβολή. Υπηρετεί σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Κατά την παραμονή του στα Κράβαρα και τη Λάρισα συλλέγει πολλά στοιχεία για το κατοπινό βιβλίο του «Ο ζητιάνος». Με το τέλος της θητείας του το 1891, ταξιδεύει στην Πελοπόννησο και θα γράψει μία πλήρη σειρά άρθρων για τις φυλακές του Ναυπλίου δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα.
Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθηνά της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο «Σ’ Ανατολή και Δύση» και στη συνέχεια τροφοδότησαν την συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Το 1895 διορίζεται γιατρός στην Άμπλιανη Ευρυτανίας και τελειώνει εκεί το «Ζητιάνο». Το 1896 διορίζεται στρατιωτικός γιατρός και δημοσιεύει το «Ζητιάνο» σε συνέχειες στο περιοδικό «Εστία». Το 1897 παίρνει μέρος στην Κρητική Επανάσταση και τον ακόλουθο άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Επίσης κερδίζει το Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της «Εστίας», με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».
Αρθογραφεί στο «Νουμά», στην «Ακρόπολη» και το «Χρόνο» εναντίον όσων εμποδίζουν την πρόοδο του έθνους. Το 1908 γίνεται μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας του Ν. Πολίτη. Τον επόμενο χρόνο συναντά τον Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Υποστηρίζει το Κίνημα στου Γουδή το 1909, είναι από τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910) και συμμετέχει στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Το 1916 αντιδρά στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και φυλακίζεται για λίγους μήνες.
Η υγεία του κλονίζεται ολοένα και περισσότερο. Το 1917 νοσηλεύεται σε σανατόριο γιατί έπασχε από φυματίωση και στη συνέχεια μετακομίζει στο Μαρούσι λόγω του κλίματος της περιοχής. Επανέρχεται στο στράτευμα το 1920 αλλά αποστρατεύεται οριστικά με δική του απόφαση δύο χρόνια μετά. Το 1920 αναλαμβάνει τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα Διηγήματα των παλικαριών μας και τα «Διηγήματα του γυλιού». Πεθαίνει τον Οκτώβριο του 1922, πικραμένος από τη Μικρασιατική Καταστροφήκαι αφήνοντας τα δικαιώματα και τις εισπράξεις των έργων του στο Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συμπεριλαμβάνονται «Ο Ζητιάνος», «Η λυγερή», «Λόγια της πλώρης», «Ο αρχαιολόγος», «Παλιές αγάπες», «Διηγήματα για τα παλικάρια μας», «Διηγήματα του γυλιού». Τα θέματά του είναι κυρίως παρμένα από την κοινωνία της εποχής. Ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα, παίρνει το μέρος των αδύναμων και συχνά σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας αναφέρει: «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων». Ως το 1890 ο Καρκαβίτσας έγραφε στην καθαρεύουσα για να περάσει έπειτα στη δημοτική. Κάποιοι τον θεωρούν έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής ηθογραφίας.
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το εμβληματικό έργο του «Ο ζητιάνος»:
«Το φως της ημέρας ήρθεν αργά, λογχίζοντας τ’ ακάρφωτα ξυλοκεράμιδα της σκεπής και τις ορθάνοιχτες αστρέχες και τη σαρακοφαγωμένη χαμηλόπορτα, να χυθή πάναγνο στο βρωμερό κατάλυμα των ζητιάνων. Ο Τζιριτόκωσταςέπειτ’ από το άφθονο φαγοπότι, έπεσε ξαπλωταριά γιγάντια επάνω στο μαλακόν αχυρόστρωμα και αμέσως αποκοιμήθηκε. Το σκοτάδι πυκνότατο και υγρό με τη βαρειά οσμή του σάπιου άχυρου και του κατούρου την άχνα, που πολυκαιρινή εκαθόταν εκεί, ερρίχθηκαν κι εσκέπασαν όλον τον στενόμακρον αχυρώνα έως τους νοτισμένους τοίχους και την αραχνιασμένη σκεπή με τύφλα και μυστήριον.
Αλλά το φως χύνεται τώρα κάτασπρο στα μαυρειδερά κουρέλια της φορεσιάς και τα μελαχροινά κρέατα, έως το πρόσωπον επάνω και με το κεφάλι του ζητιάνου, σαν να θέλη περίεργο να ιδή, αν άφησε με τον ύπνο την ψευτιά ή την κρατεί πολυάκριβη επάνω του, όπως και τη φορεσιά του. Αλλά κοιμάται ήσυχος ο Τζιριτόκωστας με τα σκέλια χαυδωτά, τα χέρια ανοιγμένα ζερβόδεξα, λες και πάσχει ν’ αγκαλιάση το άπειρο για να το ρίξη στο σακκούλι του· το πρόσωπο γυρισμένο απίστομα, το σώμα σύψυχα παραδομένο στου ύπνου την χαλυβένια δύναμη. Το δασοτριχωμένο στήθος του γλυκανεβαίνει κανονικά με τους παλμούς της καρδιάς ήσυχους, αχολοτάραχτους, όπως κάθε ακριβοδίκαιου ανθρώπου. Το μέτωπό του λάμπει καθαρό και ασυγνέφιαστο. Το ηλιοψημένο πρόσωπό του, αργυροκυκλωμένο από τα ψαρά μαλλόγενα, με τα φρύδια χοντρά, καμαρωμένα, τα ματόφυλλα κλειστά, τα μουστάκια ήμερα, καλοστριμμένα, τα χείλη μισανοιγμένα στο χαμόγελο, χύνει συμπάθεια και αγιοσύνηναχτινοστεφάνωτη. Και το σύνολόν του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθονεξωμάχο, που με τον ίδρωτα και την τιμή κερδίζει το ψωμί του, αναπαυμένον από βαρύν τον κάματο».