«Η άγνωστη ιστορία των Ψαχνών (Μέρος ‘Α)» (του Δημήτρη Μπαρσάκη)
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΨΑΧΝΩΝ (Μέρος Α΄)
του Φιλόλογου-Συγγραφέα Δημήτρη Μπαρσάκη
Είναι γεγονός ότι υπάρχει πλήρης άγνοια της πρώιμης ιστορίας των Ψαχνών, και μολονότι μοιάζει πλεονασμός, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι αναφέρομαι στην πραγματική και μόνον ιστορία, η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, σε μαρτυρίες και τεκμήρια, και όχι σε φαντασιοπληξίες και τερατολογήματα, όπως αυτά τα περί ύπαρξης αρχαίας Μεσσαπίας στον Προφήτη Ηλία και περί μετοίκησης του πληθυσμού της στο Καστρί γύρω στο 900, όπου ήταν τα Παλιά Ψαχνά, τα οποία τάχα κατέστρεψαν οι Τούρκοι το 1470! Αρχίστε να διαβάζετε και θα καταλάβετε…
Η γένεση του χωριού
Το όνομα “Ψαχνά” μαρτυρείται για πρώτη φορά στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του έτους 1474, όπου είναι καταγεγραμμένο ως “Ipsahna” [1]. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το πρόθημα “i” του τύπου “I-psahna” αποτελεί οθωμανική προσθήκη, δεδομένου ότι σε όλα τα τοπωνύμια που άρχιζαν από διπλά σύμφωνα (“ξ”, “ψ”) ή είχαν στην αρχή τους 3 σύμφωνα (ή και 2 ενίοτε), οι Οθωμανοί προσέθεταν πριν από αυτά ένα ευφωνικό “i”. Έτσι, βλέπουμε ότι το “Ξηροχώρι” καταγράφεται ως “Iksirohor”, οι “Στρόπωνες” ως “Istroponoz”, η “Σκεπαστή” ως “Iskepasti”, τα “Στύρα” (Στούρα) ως “Istura” κοκ.
Τα “Ψαχνά” εκείνης της εποχής δεν είναι ξεκάθαρο αν αποτελούσαν “karye” (=χωριό, κοινότητα) ή “mezraʽa” (= αγροτική τοποθεσία πλησίον χωριού) [2], αφού στο ένα από τα δύο σωζόμενα φορολογικά κατάστιχα του έτους 1474, αναφέρονται ως μεζράς, ενώ στο άλλο αναφέρονται ως χωριό [3]. Όχι, δεν πρόκειται για λάθος. Απλώς, τα “Ψαχνά” πρέπει να ήταν ένας μεζράς που μετεξελίχθηκε σε χωριό [4], και στη συγκεκριμένη χρονική φάση φαίνεται πως ο μεζράς υπολογιζόταν πλέον και ως χωριό. Άρα από τότε, από το έτος 1474, άρχισαν τα “Ψαχνά” να υπάρχουν ως χωριό. Το γεγονός αυτό, πάντως, δεν αποκλείει την πιθανότητα να χρησιμοποιούταν στην περιοχή μας το όνομα “Ψαχνά” ως τοπωνύμιο από πολύ πριν και δη από τους βυζαντινούς ήδη χρόνους.
Όσον αφορά στη μετεξέλιξη του μεζρά “Ψαχνά” στο ομώνυμο χωριό, η Ε. Μπαλτά, Διευθύντρια του Τομέα Νεοελληνικών Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, παρατηρεί ότι ο συγκεκριμένος μεζράς είχε μεγάλη έκταση -αυτό προκύπτει από το μεγάλο ύψος του επιβεβλημένου φόρου, όπως θα δούμε στη συνέχεια- και ήταν αντίστοιχα μεγάλες οι ανάγκες για την καλλιέργεια όλης αυτής της έκτασης, οπότε πρέπει να απασχολούνταν και αρκετοί εποχικοί εργάτες από άλλα χωριά, κάποιοι από τους οποίους φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα ο μεζράς να γίνει τελικά χωριό [5].
Οι πρώτοι κάτοικοι
Στα 1474, τα νεοσύστατα “Ψαχνά” ήταν το μικρότερο χωριό όλης της περιοχής που καταλαμβάνει ο σημερινός Δήμος Διρφύων-Μεσσαπίων. Μόλις 3 οικογένειες έμεναν τότε στο χωριό, οι αρχηγοί των οποίων έφεραν τα εξής ονόματα: Loyiso Gugusa, Andon Simir, Gin Soyimir. Ασχολούνταν συγκεκριμένα με την καλλιέργεια σιταριού, κριθαριού, κηπευτικών και βαμβακιού όπως και με την εκτροφή χοίρων και τη μελισσοκομία, ενώ λειτουργούσε και ένας μύλος στην περιοχή. Ο συνολικός φόρος που πλήρωναν, ανερχόταν σε 490 άσπρα [6], δηλαδή αντιστοιχούσαν 163,33 άσπρα σε κάθε φορολογική μονάδα (οικογένεια). Ήταν όντως υπερβολικός ο φόρος σε σχέση με το φόρο των άλλων χωριών. Για παράδειγμα, στην Καστέλλα αντιστοιχούσαν περίπου 84 άσπρα σε κάθε οικογένεια το 1474, στην Τριάδα 71, στο Κυπαρίσσι 54 και στο Κοντοδεσπότι μόλις 32 [7].
Με δεδομένο ότι το ύψος της φορολογίας καθοριζόταν βάσει του μεγέθους της παραγωγής, καταλαβαίνουμε ότι στην περίπτωση των Ψαχνών η συνολική παραγωγή ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες των 3 μόνον οικογενειών του 1474, γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη η συμμετοχή και εποχικών εργατών στην παραγωγική διαδικασία.
Το γειτονικό χωριό “Apokrat”
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ένας μεζράς δημιουργούταν με εκχέρσωση μιας έκτασης που βρισκόταν πλησίον κάποιου χωριού, γι’ αυτό και καταγραφόταν στα κατάστιχα ως μεζράς του εκάστοτε γειτονικού χωριού, αν και φορολογούταν ξεχωριστά από το χωριό. Τα “Ψαχνά”, λοιπόν, είναι καταγεγραμμένα ως μεζράς του “Apokrat” (ή “Abokrat”) [6], ενός εντελώς λησμονημένου σήμερα χωριού. Το “Apokrat”, το οποίο υπήρχε προφανώς από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, είχε 16 σπίτια κατά το έτος 1474, τα δε ονόματα των 16 οικογενειαρχών, ήταν τα παρακάτω:
Gin Drameça, Kozma Drameça, Gön Dimir, Gin Uklyat, Miha Iskubi, Leka Istira, Menka Klisura, Gön Vira Mir, Kozma Vira Mir, Yorgi Brusa, Dima Brusa, Ilya Bursa, Dima Floka, Domeniko Kasteliano, Kurka Ivlaç, Gin Roza [8].
Περιέργως, οι κάτοικοι του “Apokrat” δεν φορολογούνταν βάσει της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, ούτε και αναφέρονται παραγόμενα προϊόντα, αλλά πλήρωναν έναν κατ’ αποκοπή συνολικό φόρο, ο οποίος ανερχόταν σε 660 άσπρα, οπότε αντιστοιχούσαν 42 άσπρα σε κάθε οικογένεια.
Ετυμολόγηση των ονομάτων “Ψαχνά” και “Apokrat”
Πριν προχωρήσουμε σε άλλα ιστορικά στοιχεία, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε την προέλευση και σημασία των δύο αυτών τοπωνυμίων, διότι η ερμηνεία τους, δίνοντάς μας και πληροφορίες για τον τόπο στον οποίο ανήκει το καθένα, θα μας βοηθήσει στην ταυτοποίηση των δύο φερώνυμων χωριών.
α) Το τοπωνύμιο “Ψαχνά” έχει θέμα “ψαχν-” και παραπέμπει στο μεσαιωνικό επίθετο “ψαχνός, -η, -ον”, το οποίο ταυτίζεται με το ελληνιστικό “σαχνός” και σημαίνει “τρυφερός, μαλακός”. Το επίθετο “ψαχνός” παράγεται από το ρήμα “σώχω / ψώχω” (=τρίβω, θριμματίζω, κονιορτοποιώ) και είναι συγγενές με τα ουσιαστικά “ψώχος” (=σκόνη, άμμος, γη ψαμμώδης) και “ψωχμός” (= κατάτριψη, κονιορτοποίηση) [9].
Ως τοπωνύμιο, λοιπόν, το ουσιαστικοποιημένο επίθετο “ψαχνά” σημαίνει τα τρυφερά, τα μαλακά χώματα, τα οποία είναι πρόσφορα για καλλιέργεια, καθότι οργώνονται με ευκολία. Άρα το χωριό “Ψαχνά” του 15ου αιώνα πρέπει λογικά να αναζητηθεί σε πεδινό έδαφος, πολύ πιθανόν στις παρυφές κάποιου λόφου, και σε καμιά περίπτωση πάνω σε κάποια πετρώδη βουνοπλαγιά.
Να προσθέσουμε ότι στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα των ετών 1521-1530, το χωριό αναφέρεται και με το όνομα “Elsahne” [10]. Το πρόθημα “el-” του “Elsahne”, πάντως, δεν είναι ερμηνεύσιμο στην οθωμανική Τουρκική και πρέπει να οφείλεται σε παραφθορά ή απλώς εσφαλμένη καταγραφή του ονόματος “Ipsahna”. Άλλωστε, στα φορολογικά κατάστιχα της περιόδου 1521-1530, πολλές φορές συναντάμε αλλοιώσεις και διπλούς τύπους στα ονόματα αρκετών χωριών. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1521-1530 το χωριό “Πισ(σ)ώνας” καταγράφεται ως “Pisona” αλλά και “Biyona”, το χωριό “Φηγές” (“Fiyez” στα κατάστιχα του 1474) καταγράφεται ως “Fiyos” και “Foyozla”, ο “Πούρνος” (“Prinoz” και “Purnoz” στα κατάστιχα του 1474) ως “Pornoz” και “Porlor”, ο “Μίστρος” ως “Mistro” και “Miro”, τα “Βέρτερα” (“Vertera” στα κατάστιχα του 1474) ως “Virtiri” και “Pirire”, κλπ. [11]. Οπότε, δεν έχει μάλλον νόημα να ασχοληθούμε περαιτέρω με τον τύπο “Elsahne”, αρκούμενοι απλώς στη διαπίστωση ότι με το όνομα “Ipsahna” έχουν κοινό στο θέμα τους το στοιχείο “sahn-” (“I-psahn-a”, “El-sahn-e”).
β) Το χωριό “Abokrat” των καταστίχων του 1474 [12] καταγράφεται ως “Apokrat” στα κατάστιχα του 1521) [13], ήτοι με “p” αντί για “b”. Το ίδιο παρατηρούμε και με το όνομα του χωριού “Κυπαρίσσι”, το οποίο καταγράφεται ως “Kibaris” το 1474 [14], αλλά στα κατάστιχα των ετών 1521-1530 αποκαθίσταται σε “Kiparis” [15]. Πολύ συχνά, άλλωστε, το “π” (“p”) αποδίδεται με “b” στα οθωμανικά κατάστιχα, οπότε ακριβέστερη θα θεωρήσουμε τη γραφή “Apokrat”.
Το όνομα ασφαλώς δεν είναι τουρκικό, αφού όλα τα τοπωνύμια προϋπήρχαν της άφιξης των Οθωμανών και καταγράφηκαν ως είχαν. Στην περιοχή μας, εκτός από το λατινογενές “Kastela” (Καστέλλα) και κάποια προφανώς αλβανικά (αρβανίτικα), όπως λ.χ. τα “Vunuz” (Βούνοι), “Istin” (Στενή), “Mazaros” (Μάζαρος), “Sarazi” (Σαραζί) κλπ., όλα τα υπόλοιπα ονόματα ήταν ελληνικά.
Το όνομα “Apokrat” μόνον ως ελληνικό είναι δυνατόν να ετυμολογηθεί. Βεβαίως, στην Ελληνική δεν υπάρχει ληκτικό σύμφωνο “t” (“τ”), αλλά αυτό δεν αποτελεί ζήτημα, δεδομένου ότι και σε άλλες περιπτώσεις, συναντάμε στα οθωμανικά κατάστιχα ονόματα ελληνικά των οποίων έχει αποκοπεί η κατάληξη, όπως λ.χ. το “Κυπαρίσσι”, το οποίο καταγράφεται ως “kibaris / Kiparis”, ή το “Θεολόγος”, το οποίο καταγράφεται ως “Seolog” [16]. Φαίνεται, λοιπόν, ότι από το όνομα έχει αποκοπεί η κατάληξη και έχει μείνει μόνο το θέμα του: “Apokrat-“, δηλαδή “απόκρατ-“, το οποίο παραπέμπει στο θέμα “απόκροτ-” του επιθέτου “απόκροτος (ο, η), απόκροτον (το)” της αρχαίας και μεσαιωνικής Ελληνικής. Η τροπή του “ο” σε “α” κατά την καταγραφή του ονόματος στα οθωμανικά κατάστιχα, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι αλλοιώσεις φθόγγων (συμφώνων και φωνηέντων) ήταν συνήθεις.
Το επίθετο “απόκροτος” σημαίνει “σκληρός, τραχύς, στερεός, συμπαγής” και κατά την κυριολεκτική του χρήση προσδιορίζει το έδαφος, τον τόπο, τη γη [17]. Παραθέτω μερικά δείγματα από την αρχαία και βυζαντινή γραμματεία: “ἐν γῇ ἀποκρότῳ” [18]˙ “στερεὸν δὲ καὶ ἀπόκροτον τὸ ἔδαφος” [19]˙ “<ἀπόκροτον>· σκληρόν” [20]˙ “ἀποτόμων καὶ ἀποκρότων καὶ ἀνημέρων καὶ ἀβάτων ὅλως χωρίων” [21]˙ “ἀποκρότων ὡς ἐπιπλεῖστον καὶ σκληρῶν τῶν τόπων ὄντων” [22]˙ “ἀποκρότῳ τόπῳ” [23].
Το τοπωνύμιο, το οποίο προέκυψε από την ουσιαστικοποίηση του επιθέτου, δεν ξέρουμε αν ήταν στον ενικό αριθμό: “Απόκροτον” (το), ή στον πληθυντικό: “Απόκροτα” (τα). Θεωρώ πιθανότερο, πάντως, να ήταν “Απόκροτα”, ως εκ της αντιστοιχίας του προς τον πληθυντικό “Ψαχνά”. Ευνοήτως δε, το συγκεκριμένο χωριό θα πρέπει έκειτο σε έδαφος σκληρό και τραχύ, προφανώς σε κάποια βουνοπλαγιά πάνω από τη θέση όπου έκειντο τα “Ψαχνά”.
(Δ.Μ., 29-7-2020)
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ – Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ε Σ Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
[1] Τα τοπωνύμια και γενικώς τα κύρια ονόματα παρατίθενται μεταγεγραμμένα στο λατινικό αλφάβητο.
[2] Στο εξής, αντί για “karye” θα λέμε “χωριό”, ενώ τον όρο “mezraʽa” θα τον χρησιμοποιούμε με την εξελληνισμένη μορφή του: “μεζράς” (ο).
[3] Βλ. E. Balta, “L’Eubée à la fin du XVe siècle. Économie et Population. Les registres de l’année 1474”, Archive of Euboean Studies, Athènes 1989, σελ. 219, 277.
[4] Η μετεξέλιξη ενός μεζρά σε χωριό δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο κατά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανοκρατίας (βλ. Huri İslamoğlu-İnan, “State and Peasant in the Ottoman Empire: Agrarian Power Relations and Regional Economic Development in Ottoman Anatolia during the Sixteenth Century”, E.J. Brill, Leiden – New York – Köln, 1994, σελ. 23, σημ. 3).
[5] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 93.
[6] Το “άσπρο” (τουρκικά “akçe”) ήταν ένα πολύ μικρού μεγέθους ασημένιο νόμισμα. Κάτι ανάλογο χρησιμοποιούταν ήδη από τον 12ο αιώνα και στο Βυζάντιο.
[7] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 276-280.
[8] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 277.
[9] Βλ. Johann Βaptist Hofmann, “Etymologisches Wörterbuch des Griechischen”, R. Oldenbourg, München 1949, σελ. 307, 428˙ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, “Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας”, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2010, σελ. 1625˙ Henry George Liddell & Robert Scott, “Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης”, Τ. 4, μτφρ. Ξ.Π. Μόσχος, επιμ. Μ. Κωνσταντινίδης, εκδ. Αν. Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1906, σελ. 692.
[10] Βλ. Yusuf Sarinay, et al. (eds.), “367 Numarali Muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-ili Defteri ile 101, 114 ve 390 Numarali İcmâl Defterleri (920-937 / 1514-1530)”, Cilt 1: “Karli-ili, Agriboz, Mora, Rodos ve Tirhala Livalari”, T.C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü, Ankara 2007, σελ. 62, 63.
[11] Βλ. Yusuf Sarinay, ό.π., σελ. 61, 62, 67, 68.
[12] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 219, 277.
[13] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 99.
[14] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 220, 279.
[15] Βλ. Yusuf Sarinay, ό.π., σελ. 65.
[16] Βλ. E. Balta, ό.π., σελ. 217, 267.
[17] Βλ. Henry George Liddell & Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Τ. 1, μτφρ. Ξ.Π. Μόσχος, επιμ. Μ. Κωνσταντινίδης, εκδ. Αν. Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1901, σελ. 325˙ Δημήτριος Δημητράκος, “Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης”, Τ. 2, Δομή, Αθήναι 1976, σελ. 810˙ Ιωάννης Σταματάκος, “Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης”, Αθήναι 1949, σελ. 157.
[18] Θουκυδίδης, “Ιστορίαι”, 7.27.5.7.
[19] Σωρανός, “Περί γυναικείων”, 2.44.2.5.
[20] Ησύχιος, “Λεξικόν”, alpha.6413.
[21] Μιχαήλ Κριτόβουλος, “Ιστορίαι”, 5.16.4.9-10.
[22] Ιωάννης Καντακουζηνός, “Ιστορίαι”, 3.132.15-16.
[23] Ευστάθιος, “Σχόλια εις Ομήρου Ιλιάδα”, 3.666.11.