Επέτειος θανάτου Νικολάου Κριεζώτη (της Αργυρώς Αρβανιτά)

Εικόνα Ο στρατηγός Νικόλαος Κριεζώτης σε ελαιογραφία
Πηγή: Αρχείο Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
Γράφει η Αργυρώ Αρβανιτά
Σαν χθες, τη 12η Φεβρουαρίου 1853, πέθανε ο Νικόλαος Κριεζώτης, στη Μ. Ασία, όπου είχε καταφύγει, μαζί με μερικούς οπαδούς του.
Αμέσως, μετά το ξέσπασμα των επαναστατικών κινημάτων εναντίον του Όθωνα στη Μάνη, στην Ακαρνανία, στη Ναύπακτο, στην Πάτρα κ.ά., ο Κριεζώτης οχυρώθηκε στη θέση Κοπανάς, της Αγίας Ελεούσας, ανατολικά της Χαλκίδας, τον Αύγουστο του 1847. Η κυβέρνηση έστειλε εναντίον του ισχυρές δυνάμεις και ακολούθησαν σκληρές συγκρούσεις, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιά και στο αριστερό χέρι. Οι σύντροφοί του τον παρακίνησαν να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, προκειμένου να σώσει τη ζωή του. Με τη συνοδεία πεντακοσίων ανδρών πήρε το δρόμο προς την Κύμη κι από εκεί, με τη γολέτα του Δελή Σταμάτη και με σαράντα πιστούς αγωνιστές, κατέφυγε στα Ψαρά, όπου τον υποδέχτηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Στη συνέχεια, πέρασε στη Χίο και δέχεται τη φροντίδα του γιατρού Δομένικου.
Ο Σουλτάνος έστειλε αυτοκρατορικό πλοίο για να τον μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Την επομένη από την άφιξή του, δέχτηκε τις επισκέψεις πολλών υπουργών και πρέσβεων. Στη συνέχεια, αφού θεραπεύτηκε, πήγε στην Προύσα, όπου έγινε δεκτός από τους ομογενείς με ιδιαίτερες τιμές και στη συνέχεια στη Σμύρνη. Τελικά, εγκαταστάθηκε στο χωριό Μποζά της Σμύρνης, όπου έζησε εκεί περίπου πεντέμισι χρόνια, μακριά από τη γυναίκα του και την οικογένειά του.
Οι προσπάθειες των φίλων του να επιτύχουν από την ελληνική κυβέρνηση αμνηστία, δεν καρποφόρησαν, εξαιτίας του σιδηρού χαρακτήρα του, λέγοντας σε όσους του το πρότειναν:
«Τι λέτε ορέ βελιάκιμ ο Κριζιώτης δεν προσκυνά το Βαβαρό, αλλά θα πεθάνω εδώ στην ξενιτιά, τι με μέλλει, την τιμήν δεν θα τη χάσω, και μια μέρα η πατρίδα μου όταν βάλει γνώση, τα κόκαλά μου θα τα πάρει από την ξενιτιά και θα τα τιμήσει, θα μου δώσει δε και τρεις πήχες τόπο γιατί έχω δίκαιον, και ας φωνάζουν τώρα τα κοράκια, ο Όθωνας ορέ δε θα μείνει, αργά ή γρήγορα θα φύγει, λέγουν πως μια φορά και ένας κάποιος Θεμιστοκλής έτσι σαν κι εμένα εξορίστηκε, και απέθανε σε τούτα τα χώματα, και κατόπιν αφού πέθανε του έδιναν δίκαιο, του έκαμαν και ένα μεγάλο άγαλμα, οι ρωμνοί έτσι είναι, κατόπι τους έρχεται γνώση». Το διάταγμα του Όθωνα περί αμνηστίας, που εκδόθηκε για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου του 1848, έδινε αμνηστία σε όσους συμμετείχαν σε κινήματα εναντίον του Όθωνα, όπως στον συνταγματάρχη Ευαγγέλην Κοντογιάννην, τον ταγματάρχη Ευαγγέλην Μπαλατζόν και σε όσους δραπέτευσαν μαζί τους εκτός του κράτους. Αντίθετα, για τον υποφρούραρχο Ναυπάκτου Αντώνιο Βοτζαϊτη και τους υποστράτηγους Ν. Κριεζώτη και Θ. Γρίβα υπήρξαν επιφυλάξεις. Το διάταγμα εκτός του Όθωνα, το υπέγραψαν οι: Γ. Κουντουριώτης, Λ.Ι. Κρεστενίτης, Π.Γ. Ρόδιος, Δ. Μανσόλας, Β. Χρηστακόπουλος.
Όταν ένιωσε το τέλος του να πλησιάζει, κάλεσε τον πνευματικό του, Ιγνάτιο Ιερομόναχο, για να του υπαγορεύσει και να συντάξει την τελευταία του διαθήκη. Γενικό κληρονόμο της περιουσίας του όρισε τον γιο του Δημήτριο. Στη διαθήκη του συμπεριέλαβε και άφησε χρηματικά ποσά στη σύζυγό του Μαριγώ, στην κόρη του Κυρατσού, στις εγγονές του και στα άτομα που τον φρόντιζαν. Βαθιά θρησκευόμενος καθώς ήταν, άφησε συγκεκριμένα ποσά στην εκκλησία του χωριού Μποζά, στην Αγία Φωτεινή, στη Μητρόπολη των Αθηνών που τότε χτιζόταν, στη μονή Λευκών Καρυστίας, στις τρεις εκκλησίες της Χαλκίδας, στην εκκλησία του χωριού των Κριεζών και στην εκκλησία του χωριού Βίρα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τιμήσει τη γη που τον ανέθρεψε. Το γεγονός ότι δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή τον σημαδεύει, όπως κι άλλους αγωνιστές του ’21. Έτσι, αποφασίζει να συμπεριλάβει στη διαθήκη του και να αφήσει χρηματικά ποσά στο νοσοκομείο Σμύρνης και στα σχολεία της Χαλκίδας.
Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του, διέταξε να του αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές, ενώ χιλιάδες στρατού και λαού όχι μόνο Έλληνες αλλά και Τούρκοι, παρακολούθησαν την κηδεία του. Τα δημόσια καταστήματα έκλεισαν σε ένδειξη πένθους. Τον επικήδειο λόγο, μπροστά στο νεκρό, εκφώνησε ο λόγιος Θωμάς Τιμαγένης.
Μετά την απομάκρυνση του Όθωνα, η κυβέρνηση ζήτησε από την Τουρκία τα οστά του ήρωα. Το 1863, ο Δήμος Χαλκιδέων πέτυχε να επιτραπεί η ανακομιδή των οστών του γενναίου πολεμιστή. Στις 13 Οκτωβρίου 1863, έγινε επίσημη τελετή της ανακομιδής των οστών στη Χαλκίδα, κατά τη διάρκεια της οποίας διατυπώθηκε η άποψη ότι ο Κριεζώτης δεν πέθανε από φυσικό θάνατο, «αλλ’ υπό χειρός τεχνικωτάτου δολοφόνου». Σύμφωνα με εικασίες, κάποιος έριξε δηλητήριο στη μπότα του, στο σημείο όπου τον είχε πληγώσει και με τον επιδέξιο αυτό τρόπο τον σκότωσαν. Τα οστά του, μέχρι το 1980, βρίσκονταν στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, στη θέση Ντερνέκι στην κοινότητα Μύτικα. Στις 25-3-1980 μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στη βάση της προτομής του στη Χαλκίδα, στην πλατεία Ηρώων, ύστερα από ειδική τελετή. Το όνομά του έχει δοθεί σε κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, της Χαλκίδας, των Ψαχνών και της Τριάδας. Η προτομή του υπάρχει στο πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου στη Χαλκίδα, όπως και στην Τριάδα στην πλατεία του χωριού.
«Αυτός ήν ο Κριεζώτης στρατηγένης του αγώνος.
Ήρως του Ανηφορίτου και φρουρός του Παρθενώνος.
Μεταξύ του Οδυσσέως και του Γκούρα έδραν έχει.
Και το όνομα του θέλει τους αιώνας διατρέχει.
Εις την Εύβοιαν πατάξας Όθωνος την τυραννίαν.
Επροτίμησε γενναίως την σκληράν αειφυγίαν».
Εικόνα Η Διαθήκη του Ν. Κριεζώτη Πηγή: Γ.Α.Κ. Εύβοιας
Από το βιβλίο: «Τριάδα: Ιχνηλατώντας το παρελθόν διαμορφώνουμε το μέλλον» του
Πολιτιστικού Χορευτικού Εξωραϊστικού Συλλόγου «Νικόλαος Κριεζώτης»
Η κα Αργυρώ Αρβανιτά είναι εκπαιδευτικός με Msc ΕΚΠΑ, Med ΕΑΠ