Δολοφονία στη Χαλκίδα: «Αν τον είχα μπροστά μου, δεν θα του έλεγα το παραμικρό, είναι ένας ξένος» – Ξεσπά η κόρη της 63χρονης
Σοκαρισμένη, «παγωμένη», χωρίς να μπορεί να νιώσει το παραμικρό, η κόρη της 63χρονης που δολοφονήθηκε στην Χαλκίδα, σπάει την σιωπή της και μιλά για την τραγωδία που βιώνει, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως ο δράστης είναι παιδικός της φίλος, που ωστόσο, πλέον, δεν επιθυμεί ούτε να τον αντικρίσει.
Η κόρη της 63χρονης γυναίκας μιλώντας στον Alpha για την ημέρα της δολοφονίας (σ.σ. 10/5) ανέφερε πως αφού ήπιαν μαζί καφέ μαζί με τον 39χρονο, στη συνέχεια, ο ίδιος σκότωσε την μητέρα της. «Με κάλεσε ο ίδιος στο τηλέφωνο. Είχε σκοπό να έρθει από το σπίτι να πιούμε καφέ, αλλά επειδή ήμουν ήδη έξω, πήγα και τον βρήκα εγώ σε μία καφετέρια» λέει αρχικά.
Ο δράστης της στυγερής δολοφονίας, την ρωτούσε για την κατάσταση της μητέρας της, δηλώνοντας ξαφνιασμένος που ήταν καλά. «Μου έλεγε “εγώ την άφησα πολύ χάλια, απορώ πως συνήλθε τόσο γρήγορα, με ξαφνιάζει αυτό που λες”, και με ρώτησε “δηλαδή σηκώνεται κανονικά;” και του λέω “ναι”. Οπότε, δεν μπορεί να την είδε ξαφνικά όρθια και να ξαφνιάστηκε».
«Ήξερε πού βρίσκονταν τα κλειδιά, δεν ήξερε για τα λεφτά»
Ερωτηθείσα εάν του είχε πει πού βρίσκονταν τα κλειδιά του σπιτιού, η κόρη της 63χρονης απάντησε καταφατικά και πρόσθεσε: «Μου είχε πει εκείνος “έτσι όπως είναι η κατάσταση της μητέρας σου, αν χρειαστεί να πάω, αν συμβεί κάτι”, οπότε του είπα ότι τα κλειδιά ήταν μέσα στην γλάστρα, δίπλα στην πόρτα», ενώ για τα λεφτά που υπήρχαν κρυμμένα στο σπίτι, λέει «δεν του είπα κάτι άλλο για λεφτά. Την ημέρα της δολοφονίας που ήρθε για καφέ, με ρώτησε “δεν φοβάσαι μην μπει κανείς; Μην ψάξει το σπίτι και σου πάρει τίποτα;”, και εγώ του είπα πως “δεν έχω κάτι να μου πάρουν”, μου λέει “τίποτα; Λεφτά;”, και απάντησα πως δεν έχω χρήματα».
Η κόρη της 63χρονης τονίζει πως ο δράστης δεν γνώριζε για το ποσό στο δωμάτιο του σπιτιού. «Ίσως ανάγκασε την μητέρα μου να του πει, ίσως να το θυμόταν από παλιά, πριν από 6 χρόνια που του είχα πει το μέρος. Γενικά, 3-4 φορές του έχω δανείσει χρήματα γιατί ζοριζόταν. Ήξερα ότι παίζει φρουτάκια, αλλά όχι σε αυτό τον βαθμό».
«Ρωτούσα εάν η μητέρα μου είναι ζωντανή»
Μιλώντας για την ημέρα της δολοφονίας της μητέρας της, αφού ήπιαν καφέ με τον δράστη, εκείνη γύρισε σπίτι για να την φροντίσει και έπειτα πήγε στην δουλειά της. «Τότε με ενημέρωσαν ότι κάτι έχει συμβεί με την μαμά μου. Μου είπαν ότι έχει πέσει από την σκάλα, έχει χτυπήσει και έχει αίμα. Εγώ είχα τρελαθεί, ρωτούσα αν ζει και δεν μου λέγανε, και εν τέλει ένας φίλος μου, μου είπε ότι δεν είναι ζωντανή. Τότε, έσβησαν όλα, δεν θυμάμαι τίποτα μετά».
Στη συνέχεια επισημαίνει πως «κάποια στιγμή με πήραν στην αστυνομία, δεν ήμουν στο σπίτι όταν ήρθε ο ιατροδικαστής. Με ενημέρωσαν ότι ολοκλήρωσε την εξέταση και δεν διαπίστωσε κάποιο εξωτερικό τραύμα, δεν σχολίασε κανείς τίποτα».
«Αν τον είχα μπροστά μου, δεν θα του έλεγα τίποτα»
Ωστόσο, η κόρη της 63χρονης γυναίκας αποκαλύπτει πως ήταν σίγουρη πως δεν επρόκειτο για ατύχημα. «Οι τοίχοι είχαν πιτσιλιές από αίματα. Πίστευα ότι κάποιος ξένος πήδηξε από το μπαλκόνι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος γνωστός την είχε σκοτώσει με τέτοιο τρόπο. Δεν μπορούσα με τίποτα να το δεχτώ. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν το σοκ. Ρωτούσα συνέχεια εάν έχει γίνει κάποιο λάθος και μετά πάγωσαν όλα. Δεν υπάρχει συναίσθημα, ακόμα είμαι σοκαρισμένη, παγωμένη, και δεν μπορώ να νιώσω τίποτα. Από μικρά παιδιά ήμασταν μαζί, τον βοηθούσα και με βοηθούσε παντού, πιο κοντινός άνθρωπος δεν γίνεται».
«Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση γιατί πέρναγαν οι μέρες και πίστευα πως δεν θα βρεθεί ο δολοφόνος, δεν ήξερα τι να σκεφτώ, αυτό το πράγμα μπορεί να με τρελάνει. Μόνο και μόνο που έφυγαν αυτές οι σκέψεις, είναι μία ανακούφιση».
Αναφερόμενη στις συγγνώμες που ζητάνε μέλη της οικογένειας του 39χρονου δολοφόνου, η ίδια λέει πως «δεν θέλω να μου ζητάνε καμία συγγνώμη. Οι υπόλοιποι δεν είναι υπόλογοι για την συγκεκριμένη πράξη. Ας ηρεμήσουν και εκείνοι. Δεν θέλω να αισθάνονται άσχημα για λογαριασμό του. Αν τον είχα μπροστά μου δεν θα του έλεγα τίποτα, είναι πλέον ξένος. Δεν με ενδιαφέρει να του πω το παραμικρό, αλλά ούτε και να τον δω».