«Ο Βυζαντινός Ναός της Παλαιοπαναγιάς στην περιοχή της Διρφύος» (μια εξαιρετική μελέτη του Νίκου Καρατζά)

Η ιδιάζουσα γεωγραφική θέση της νήσου, η μακραίωνη ιστορική πορεία, η επιτυχής εκκλησιαστική διοίκηση και ο πλούσιος σε θρησκευτικά βιώματα κόσμος των Ευβοέων, αποτέλεσαν τα κατάλληλα εφόδια για να δημιουργηθεί μια αλυσίδα αξιόλογων μνημείων εγκατεσπαρμένων σε όλη την νήσο. Η Εύβοια δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται στην βιβλιογραφία της βυζαντινής αρχαιολογίας από τον Δ. Τριανταφυλλόπουλο «ως χώρα των σταυρεπίστεγων ναών». Ο σταυρεπίστεγος μεταβυζαντινός ναός της Παλαιοπαναγιάς αποτελεί ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα των σταυρεπίστεγων ναών στην Εύβοια (είκοσι συνολικά, J. Koder). Βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία της ευρύτερης περιοχής της Δίρφυος, νοτιότερα της κατεστραμμένης σήμερα μονής του Αγ. Δημητρίου, η οποία αποτέλεσε κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού αυτού εμφανίζεται στην κυρίως Ελλάδα, στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα . Πρόκειται, συνήθως, για μικρής κλίμακας θολοσκεπείς ναούς, μονόκλιτους ή τρίκλιτους, των οποίων η κατά μήκος καμάρα διακόπτεται από μία δεύτερη εγκάρσια και ψηλά τοποθετημένη καμάρα, έτσι ώστε στη στέγη να σχηματίζεται με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού. Εσωτερικά ο χώρος έχει θαυμαστή ενότητα. Για την δημιουργία της βοηθούν το ορθογώνιο σχήμα της κατόψεως που διατηρείται στην οροφή και η σχέση των θόλων μεταξύ τους. Ο Α. Ορλάνδος κατέταξε τον ναό στους σταυρεπίστεγους και ειδικότερα στην κατηγορία Α1, καθώς οι δύο πλάγιοι τοίχοι του ναού συνεχίζονται αδιάσπαστοι σ’ όλο τους το μήκος.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ναός της Παλαιοπαναγιάς καθιστά δύσκολη την μελέτη του τρόπου κατασκευής του ναού. Σύμφωνα με τον Δ. Κ. Γιαννούκο, μεταξύ του 1952-53, ύστερα από καθίζηση του εδάφους, ο ναός υπέστη ρήγμα, το οποίο με το πέρας των χρόνων δημιούργησε πολλαπλά στατικά προβλήματα. Τότε, αποφασίστηκαν εργασίες στήριξης του ναού, στην διάρκεια των οποίων αλλοιώθηκε η αρχική μορφή του (εξωτερικά τσιμεντένια δοκάρια, επίχρισμα).
Εξωτερικά ο ναός μπορεί να μην διακρίνεται από τα αρχιτεκτονικά του γλυπτά ή την πλούσια διακόσμησή του, καθώς ξεχωρίζει για την απλότητα του και τη λιτή διακόσμηση, όπως όριζαν οι οικονομικές συνθήκες της εποχής. Αντιθέτως, στο εσωτερικό ο ναός είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες, όπως αναφέρει στην εξαιρετική του μελέτη για τα Μεσαιωνικά Μνημεία της Εύβοιας, ο τότε αρχιμανδρίτης και νυν αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Λιάπης. Σημαντική κατέστη η μελέτη του αυτή, καθώς ολοκληρώθηκε λίγα έτη πριν τις παράνομες και καταστροφικές δράσεις των αρχαιοκαπήλων, της 23 Μαρτίου 1975 και της 23ης Απριλίου του 1978. Την 23 Μαρτίου του 1975, ο τότε Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μύρων Μιχαηλίδης γνωστοποιεί στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών την πρώτη αρχαιοκαπηλική δράση στον ναό της Παλαιοπαναγιάς λέγοντας: «…ἔχομεν τὴν τιμὴν νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι ἐκ τοῦ ναϋδρίου Παλαιοπαναγιὰ ἀπεσπάσθη βιαίως καὶ ἐκλάπη ὑπὸ ἀγνώστων τμῆμα τοιχογραφίας τῆς παραστάσεως τοῦ Ἁγ. Γεωργίου». Το 1978 η Έφορος Ελένη Μανωλέσσου με έγγραφο της τότε νεοϊδρυθείσας 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων περιγράφει με λεπτομέρειες τη νέα αρχαιοκαπηλική δράση στον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού, που είχε ως αποτέλεσμα τη βίαιη αποτοίχιση πέντε μορφών, την καταστροφή δύο ακόμα, καθώς και την κλοπή των εικόνων του τέμπλου. Σύμφωνα, λοιπόν, με την μελέτη αυτή οι τοιχογραφίες καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκε μεγάλο τμήμα του τοιχογραφικού του διακόσμου με αποτέλεσμα να αποτελέσει το πολυτιμότερο εργαλείο για την ταύτιση των κλεμμένων τοιχογραφιών που εντοπίστηκαν το 2007 σε αποθήκη εμπόρου αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στη Βασιλεία της Ελβετίας. Στις 17 Φεβρουαρίου του 2010, η τότε Διευθύντρια της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κα Ευγενία Γερούση συνόδευσε τις αρχαιότητες από την Ελβετία στην Ελλάδα κατά τον επαναπατρισμό τους.
Σε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν το 2007 στις αποθήκες του Βυζαντινού Μουσείου, εντοπίστηκαν μικρά σπαράγματα τοιχογραφημένου κονιάματος, τα οποία συσχετίσθηκαν με τον ναό της Παλαιοπαναγιάς και ταυτίσθηκαν ακριβέστερα με τη μορφή στρατιωτικού αγίου από τον βόρειο τοίχο του μνημείου. Παράλληλα, διαπιστώθηκε τεχνοτροπική ομοιότητα και με δυο άλλες τοιχογραφίες που είχαν ως προέλευση τη Νέα Μάκρη το 2004, όμως προσδιορίσθηκε επακριβώς η θέση τους στο εικονογραφικό πρόγραμμα του μνημείου. Η πρώτη τοιχογραφία έσωζε μέσα σε μετάλλιο τμήμα προτομής ενός γενειοφόρου άνδρα, ενώ η δεύτερη εικόνιζε την κεφαλή ιεράρχη.
Έπειτα του επαναπατρισμού τους, και των εργασιών συντήρησης των τοιχογραφιών από τις 17 Μαΐου έως τις 4 Σεπτεμβρίου του 2011 λειτούργησε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο περιοδική έκθεση με τίτλο «Τοιχογραφίες από τη Στενή Ευβοίας: Η Επιστροφή». Στην έκθεση παρουσιάστηκαν οι επαναπατρισθείσες τοιχογραφίες του ναού αλλά και οι τρεις, που είχαν βρεθεί θρυμματισμένες στο πάτωμα του ναού μετά τους βανδαλισμούς των αρχαιοκαπήλων το 1975.
Όσον αφορά, το εικονογραφικό σύνολο του ναού, αυτό χαρακτηρίζεται για τον πλούσιο μνημειακό διάκοσμο, υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, που μπορεί να χρονολογηθεί στο β′ μισό του 16ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του θεωρούνται εξαιρετικής τέχνης με επιτυχία αναλογιών και χρωμάτων (Ι. Λιάπης).
Στην Κόγχη του Ιερού εικονιζόταν η Πλατυτέρα Δεομένη κρατώντας στα γόνατα Της το Χριστό “ως Εμμανουήλ” που ευλογεί. Κάτω από την Πλατυτέρα υπήρχαν οι Ιεράρχες Λειτουργοί. Εικονίζονταν ο Αγ. Αθανάσιος, ο Ιερός Χρυσόστομος, ο Άγιος Κύριλλος, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και έφεραν πολυσταύρια φαιλόνια και ωμοφόρια. Μεταξύ αυτών και στο ύψος της Αγίας Τράπεζας, απεικονιζόταν η Σκηνή του Μελισμού, μια γνωστή στιγμή της Θεία Λειτουργίας. Στην κόγχη εικονιζόταν η άκρα Ταπείνωση, παράσταση η οποία δεν σώζεται ακέραιη. Στο κατώτερο τμήμα αυτής παριστανόταν ο Ευαγγελισμός, όπου διασώθηκε μόνο ο Αρχάγγελος.
Οι τοίχοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις ζώνες και οι κάθε ζώνη διαιρούταν σε ορθογώνια πλαίσια. Στην κατώτερη ζώνη εικονιζόταν μια σειρά ολόσωμών στρατιωτικών αγίων με τις χαρακτηριστικές τους ενδυμασίες (Άγιοι: Μερκούριος, Νικήτας, Γεώργιος, Θεόδωρος, Προκόπιος, Δημήτριος, Νέστωρας). Στην μεσαία ζώνη εικονίζονταν προτομές των Αγίων Ιωάννη του Ελεήμονα, Διονυσίου, Κοσμά, Δαμιανού, Παντελεήμονα, Σπυρίδωνα, Ερμόλαου, Ορέστη, Σέργιου, Βάκχου και του Μακαρίου του Αιγυπτίου μέσα σε κυκλικά πλαίσια.
Η ανώτερη ζώνη καλυπτόταν με σκηνές από το Δωδεκάορτο και από τη ζωή του Ιησού. Διασώθηκε ένα τμήμα της Γέννησης του Χριστού (ο Ιωσήφ και η σκηνή του Λουτρού με το Θείο Βρέφος), η σκηνή της Υπαπαντής, όταν το Θείο Βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά του Συμεών, η παράσταση της Βαπτίσεως (απ’ την οποία σώζεται μόνο η μορφή του Ιωάννη Προδρόμου), η Έγερση του Λαζάρου, η παράσταση της Βαϊοφόρου (η πορεία του Κυρίου προς τα Ιεροσόλυμα), ενώ πάνω από την είσοδο, εικονιζόταν εκφραστικότατη η παράσταση της Σταυρώσεως. (πίσω από την Παναγία εικονίζονταν δύο γυναίκες, πίσω από τον Ιωάννη, ο εκατόνταρχος Λογγίνος και στο βάθος διακρίνονταν τα οικοδομήματα της πόλης). Επίσης, εικονογραφήθηκαν η σκηνή της Πεντηκοστής, όπου κατέρχεται «η γλωσσοπυρσόμορφος του Πνεύματος Χάρις» και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με το Ιησού να κρατά «εν σχήματι εσπαργανωμένου βρέφους την ψυχήν της Μητρός Του». Ακόμη, αποδόθηκε και το επεισόδιο του Εβραίου Ιεφωνίου, γνωστό θέμα στην βυζαντινή τέχνη κατά τον 13ο αι.. Διασώθηκε, επίσης, η παράσταση των Εισοδίων της Θεοτόκου από τον Θεομητορικό κύκλο.
Οι τοιχογραφίες της Παλαιοπαναγιάς έχουν αποδοθεί με ένα ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, με μια αβρή και συνάμα μελαγχολική έκφραση και υψηλό ήθος που αποπνέουν τα νεανικά, σφριγηλά πρόσωπά τους, τα οποία μαρτυρούν έναν άξιο ζωγράφο του β΄ μισού του 16ου αιώνα, που συνδέεται άμεσα με την καλλιτεχνική παραγωγή των φημισμένων στην εποχή τους εργαστηρίων της λεγόμενης «Σχολής των Θηβών» (του Φράγγου Κατελάνου και των αδελφών Γεωργίου και Φράγγου Κονταρή, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι επώνυμοι εκπρόσωποι του ζωγραφικού κινήματος του 16ου αιώνα).
Νικόλαος Σπ. Καρατζάς
Ιστορικός – Αρχαιολόγος
ΜΑ Κλασικής Αρχαιολογίας
Ι. Λιάπης, Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας, Αθήναι 1971.
Δ. Κ. Γιαννούκο, Το Χρονικό της Στενής του νομού Εβοίας , Αθήνα 1973.
Δημ. Τριανταφυλλόπουλος, Τοπογραφικά προβλήματα της Μεσαιωνικής Εύβοιας, Α. Ε. Μ.19, 1974.
http://www.byzantinemuseum.gr
http://www.evia-skyros.gr/evia