«Τύποι δεσμού και η σύνδεση με την ενήλικη ζωή»
Η θεωρία της προσκόλλησης αναφέρεται στο συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στο βρέφος και το κύριο πρόσωπο που το φροντίζει (συνήθως τη μητέρα).Πώς αυτό όμως μπορεί να επηρεάσει και τη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου;
Ήδη από τη στιγμή της γέννησης του, το βρέφος αλληλοεπιδρά με τη μητέρα του, παρέχοντας μηνύματα που εκφράζουν τις ανάγκες και την διάθεση του (αν νιώθει χαρά, φόβο, αν πεινάει, κρυώνει κτλ.).
Ο τρόπος που η μητέρα θα ανταποκριθεί στα μηνύματα αυτά έχει καθοριστική σημασία καθώς το βρέφος μαθαίνει κατά πόσο μπορεί να στηριχτεί σε εκείνη για να του προσφέρει ασφάλεια και παρηγοριά. Η ποιότητα της σχέσης αυτής στη πορεία επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τις προσδοκίες που το παιδί θα αναπτύξει για τον εαυτό του, τους άλλους αλλά και για τον κόσμο γύρω του. Κι αυτό φυσικά συνεπάγεται και με την πορεία του ως ενήλικας και το πώς θα συσχετιστεί με τους άλλους, σε πολλαπλά επίπεδα (φίλοι, οικογένεια, σύντροφος, συνεργάτες κτλ).
Ο όρος “προσκόλληση” εισήχθη αρχικά από τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby ο οποίος τόνισε ότι το βρέφος έχει ανάγκη να αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό με ένα ή δύο σημαντικά πρόσωπα, τα οποία θα το προστατεύουν από τον κίνδυνο και θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες του. Στη συνέχεια η Mary Ainsworth εισήγαγε την έννοια της «Ασφαλούς Βάσης» κατά την οποία το βρέφος χρησιμοποιεί τη διαθεσιμότητα της μητέρας του ως ασφαλή βάση για να εξερευνήσει το περιβάλλον και να δοκιμάσει νέες δεξιότητες. Με άλλα λόγια, η έννοια της προσκόλλησης έχει δύο σημαντικούς άξονες: από τη μία το βρέφος αναζητά την εγγύτητα και την προστασία της μητέρας του, ενώ από την άλλη επιθυμεί να απομακρυνθεί και να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του γνωρίζοντας όμως ότι η μητέρα θα βρίσκεται κοντά ως μια «ασφαλής βάση».
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω προκύπτουν κάποιοι βασικοί τύποι δεσμού: Ποιοι είναι αυτοί;
Α) Ασφαλής τύπος δεσμού: Τα παιδιά αυτά αναπτύσσουν έναν ισχυρό και συναισθηματικά σημαντικό δεσμό με το πρόσωπο που τα φροντίζει και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Η μητέρα γίνεται αντιληπτή ως ένα άτομο αξιόπιστο, υποστηρικτικό και ευαίσθητο, έτοιμο να ανταποκριθεί κατάλληλα στις ανάγκες του. Το βρέφος αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά να εξερευνήσει το περιβάλλον. Ένα παιδί με ασφαλή προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτύξει ευκολότερα την ανθεκτικότητα, την ανεξαρτησία, τον έλεγχο των συναισθημάτων του, την εμπάθεια, τις κοινωνικές του δεξιότητες, τα θετικά του συναισθήματα και την θετική αυτό εκτίμηση.
Β) Ανασφαλής τύπος δεσμού:
1) Απορριπτικός/αποφευκτικός τύπος: Σε αυτήν την περίπτωση η μητέρα είναι συχνά απορριπτική, δεν ανταποκρίνεται άμεσα και συνήθως είναι επικριτική και αντιδρά με θυμό ή τιμωρία όταν το παιδί εκφράζει έντονα συναισθήματα. Το παιδί βιώνει συχνά την απόρριψη και αναπτύσσει άγχος και φόβο για πιθανή απόρριψη στο μέλλον. Έτσι προσπαθεί να μην δείχνει αρνητικά συναισθήματα και τροποποιεί την συμπεριφορά του με σκοπό να είναι αγαπητό από τους άλλους. Αποφεύγει ωστόσο την δημιουργία πολύ στενών επαφών και γίνεται υπερβολικά αυτό-εξαρτώμενο και ανεξάρτητο.
2) Αγχώδης/αμφιθυμικός τύπος: Τα παιδιά με αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο προσκόλλησης συχνά έχουν μια μητέρα που δεν είναι σταθερά διαθέσιμη και δεν είναι ευαίσθητη απέναντι στις ανάγκες τους. Τείνει να αγνοεί τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά είναι απρόβλεπτη στην ανταπόκρισή της. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι φόβοι και οι ανησυχίες του παιδιού αγνοούνται πλήρως και το παιδί νιώθει συναισθηματικά εγκαταλελειμμένο. Το βρέφος νιώθει ότι συνήθως δε μπορεί να προβλέψει τον τρόπο που θα ανταποκριθεί η μητέρα στις ανάγκες του. Το παιδί με αυτού του είδους προσκόλληση εμφανίζει αδυναμία ελέγχου της παρορμητικότητας του, αρνητικά συναισθήματα, αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά ενώ οι κοινωνικές του δεξιότητες και η αυτονομία του είναι χαμηλές.
Τέλος υπάρχουν και τα βρέφη που αναπτύσσουν αποδιοργανωμένο τύπο προσκόλλησης. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά έχουν φροντιστές τελείως απρόβλεπτους που παρέχουν κακής ποιότητας φροντίδα. Συνήθως πρόκειται για περιβάλλοντα όπου οι γονείς είναι είτε χρήστες ουσιών, είτε με ψυχιατρικές διαταραχές είτε βίαιοι και κακοποιητικοί. Σε αυτή την περίπτωση ο γονέας γίνεται ταυτόχρονα πηγή παρηγοριάς και φόβου και το παιδί δε μπορεί καθόλου να προβλέψει την συμπεριφορά του. Έτσι βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης και άγχους μη γνωρίζοντας πότε θα βιώσει τον επόμενο κίνδυνο. Ο φόβος είναι πολύ δυνατός και συχνά τα παιδιά αυτά αναζητούν παρηγοριά και ασφάλεια σε αγνώστους, ενώ δεν επιδιώκουν να απομακρυνθούν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πως στο εδώ και τώρα συνδέεται με τους άλλους γύρω του. Ερχόμενα σε θεραπεία, πολλά άτομα μιλώντας για τις σχέσεις με τους γονείς τους, ανακαλύπτουν το πώς μπαίνουν οι ίδιοι σε σχέσεις είτε με φίλους είτε με σύντροφο είτε ακόμα και με τα ίδια του τα παιδιά. Γράφοντας αυτό το άρθρο είχα στο μυαλό μου ένα περιστατικό που από μικρή ηλικία έμαθε πως το «πολύ κοντά πονάει». Κάθε φορά που έκανε κάτι με τον γονιό του, τον τραυμάτιζε και του δημιουργούσε πόνο. Όντας τώρα γονιός δυσκολεύεται στη σχέση με τα παιδιά του. Έχοντας αναπτύξει απορριπτική σχέση με την οικογένειά του, πόσο δυσκολεύεται να το «γυρίσει» στη δική του οικογένεια;
Είναι σημαντικό να δει κανείς τις δυσκολίες του. Αν από μικρή ηλικία έχει περαστεί πως «δεν μπορεί να με ικανοποιήσει κανείς», «δε με θέλει κανείς», «δεν με ακούει κανείς» αυτό διαχέεται και μετέπειτα και «παγώνει» τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο υπάρχουν και άτομα με ασφαλή τύπο δεσμού, που έχουν μάθει να επικοινωνούν και τα θετικά και τα αρνητικά τους συναισθήματα κι αυτό είναι βοηθητικό κι άμεσα ανακουφιστικό! Με αισθήματα φόβου, τρόμου, απόρριψης κι άγχους τα άτομα δυσκολεύονται να μπουν σε σχέσεις και είναι τα λεγόμενα «κλειστά». Πριν προλάβουμε όμως να βγάλουμε συμπεράσματα, γόνιμο θα ήταν να δούμε το «πως» και το «γιατί» λειτουργεί έτσι κανείς, βλέποντας και ερμηνεύοντας το πώς έχει ξεκινήσει η διαδικασία της συσχέτισης από την οικογένεια καταγωγής!