«Ψαχνιώτης=Κάγκουρας από την Χαλκίδα» (άλλη μια αρνητική διάκριση)
Ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
Είχαμε προειδοποιήσει ότι το άρθρο αυτής της εβδομάδας δεν θα μας έκανε περήφανους. Δείτε μόνοι σας, φίλες και φίλοι, τι γράφουν στην ιστοσελίδα: Κάγκουρας/ φρικηπαίδεια (πατήστε ΕΔΩ). Διαβάστε και στο τέλος δείτε και τα συνώνυμα της λέξης «κάγκουρας». Στην τέταρτη θέση φιγουράρει η λέξη «Ψαχνιώτης» . Διαβάστε το καλά και βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Το θέμα προφανώς αδικεί την πλειοψηφία των δημοτών. Την ανάλυση θα την κάνουμε την επόμενη εβδομάδα.
Κάγκουρας
ΠΡΟΣΟΧΗ:
Αν είστε κάγκουρας και το παρακάτω άρθρο σας φανεί προσβλητικό, λυπούμεθα…
Ειλικρινά το παραδέχομαι…
Δεν έχω μηχανάκι…Ωχ! Ο μπαμπάκας μου μου πήρε μηχανάκι!!!
ΒΟΥΥΥΥΥΥΜ ΒΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΜ ΒΟΥΥΥΥΜ ΒΟΥΥΜ ΒΟΥΥΜ… *μπαμ*
“Έκω πολλά κάγκουρες ωραίο λικουντιά ντοκιμάστε!”
– Αλλοδαπός Ψαράς για τους κάβουρες
Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση ή στα μηχανικά μέρη του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών ή μηχανικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ, και περιοδικών body building για να μυξοκλαίει επειδή είναι χλαπάτσας. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90’s μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, την μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού.
Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από τον χορό γονιμότητας του είδους.
Ετυμολογικά, φιλόλογοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από το “καγκουρό”. Η παρομοίωση με το δημοφιλές μαρσιποφόρο της Αυστραλίας προέρχεται από τη στάση του σώματος αυτών που οδηγούν μηχανάκι (παπάκι), διότι κρατούν το τιμόνι έχοντας τα χέρια τους μαζεμένα και συνήθως πιο ψηλά από την κοιλιακή τους χώρα, επειδή το μηχανάκι είναι μικρό για τα μέτρα τους, παρόμοια στάση δηλαδή με τα πρόσθια άκρα του συμπαθέστατου μαρσιποφόρου. Επίσης αυτοί που παρακολουθούν κόντρες, βάζουν τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού τους και σκύβουν προς τα μπροστά για να προστατευτούν από το κρύο, κάνοντας το σώμα τους να μοιάζει με του καγκουρό (γι αυτό και αποκαλούνται κάγκουρες).
Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.
Σε Πλατωνικά συγγράματα αναφέρεται πως η λέξη κάγκουρας προέρχεται απο την σύνδεση των λέξεων “καγκουρό” και “κάβουρας”, με το δεύτερο να επεξηγεί το πλαγιομετωπικό βάδισμα που αναγκάζονται να πράττουν κατα την είσοδο τους σε οποιαδήποτε πόρτα, λόγω του μυικού τους όγκου (δεν κλεινω ρε φιλε).
Συνώνυμα:
Ρουγγέρης Κώστας ή Κοc (κάγκουρας με καταγωγή από τη Γλυφάδα Αττικής),
Μανιαούρι ή κοφτός (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών),
Σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει έξατμιση Sebring στο αυτοκινούμενο όχημα του),
Ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από Χαλκίδα).
Πέτσακας (κάγκουρας από τα περίχωρα των Χανίων, Ρεθύμνου, κτλ…).
Πάκος (κάγκουρας με καταγωγή από τη Ρόδο).
Τσαμπικάρας (ηλίθιος κάγκουρας με καταγωγή από τη Μεσαναγρό της Ρόδου).
Σβούρος (κάγκουρας από Ηράκλειο)
Αρουραίος – Ποντίκι – Νιτζαραίος (κάγκουρας με καταγωγή από το Πύργο Ηλείας)
Σκαρπιάς (κάγκουρας με καταγωγή από ορεινή Τριχωνίδα / Αγρίνιο)
Πίθηκας (όταν ο κάγκουρας έιναι και μακάκας)
Κάγκουρας (ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση κάβουρα με καγκουρό – συναντάται στην Αυστραλανδία)
Καβουρώ (όπως παραπάνω, μόνο που εδώ η παρουσία των δαγκανών είναι πιο αισθητή)
Μπουζιέρης(κάγκουρας με καταγωγή την εξωτική Μαγνησία, με μια ιδιαίτερη αδυναμία και προτίμηση στο κοσμοπολίτικο Βόλο, ο οποίος αποτελεί “άνδρο” του είδους)
Κόζι (το) (ή Cozy, κάγκουρας με καταγωγή από Κατερίνη).
Αβαβάς, ο κάγκουρας από τις εξωτικές Μπραχάμες που τονίζει το γράμμα ‘Β’ (π.χ. πώπω βε φίβε βάμιφέ τα)